DBRS – SCOPE RATINGS
Πρόσθετο εμπόδιο στον, ούτως ή άλλως δύσκολο, δρόμο προς την επενδυτική βαθμίδα είναι η ανοδική κίνηση στα επιτόκια του ελληνικού δημοσίου DBRS και Scope Rating σχολιάζουν στο Mononews την άνοδο στο κόστος δανεισμού, λίγο μετά την καθοριστική συνεδρίαση του δ.σ. της ΕΚΤ την Πέμπτη που άνοιξε το δρόμο για την έναρξη αυξήσεων στα επιτόκια της ευρωζώνης, για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια.
Η αντίδραση της αγοράς ήταν άμεση με το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου να εκτινάσσεται στο 4,4% και το spread με το γερμανικό Bund να ξεφεύγει προς την περιοχή των 300 μονάδων βάσης (288 στο κλείσιμο της Παρασκευής), σε υπερδιπλάσια δηλαδή επίπεδα σε σχέση με το Σεπτέμβριο του 21. «Η υπέρβαση του ορίου του 4% για τις αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την Ελλάδα στην πορεία της προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα υψηλότερα επιτόκια μειώνουν την ευκολία πρόσβασης της κυβέρνησης στις κεφαλαιαγορές και επιβραδύνουν το ρυθμό μείωσης του λόγου του δημόσιου χρέους» δηλώνει ο κ. Dennis Shen Director για τις κρατικές αξιολογήσεις στο διεθνή οίκο αξιολόγησης Scope Ratings, που αξιολογεί αυτή τη στιγμή την Ελλάδα μόλις μια βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα. Όπως εξηγεί, τα υψηλότερα επιτόκια στην αγορά ήταν η αιτία που η Scope αύξησε στο 5,2% του ΑΕΠ την εκτίμηση της για το φετινό δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα, το οποίο και αναμένει στο 3,2% το 2023.
«Το υψηλότερο επιτόκιο χρηματοδότησης επιπεδοποιεί σε ένα βαθμό τη αξιοσημείωτη πτωτική πορεία του ελληνικού χρέους. Τα τρέχοντα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας είναι, σε αυτό το στάδιο, σχεδόν τριπλάσια από το 1,6% του μέσου σταθμισμένου κόστους του χρέους που είχε εκτιμηθεί για το 2022. Με άλλα λόγια, το μέσο σταθμισμένο κόστος του ανεξόφλητου χρέους της Ελλάδας αυξάνεται για πρώτη φορά εδώ και χρόνια αντί να μειώνεται, αποδυναμώνοντας την υποκείμενη δυναμική του χρέους επισημαίνει.
«Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις στις αγορές ομολόγων» δηλώνει από την πλευρά της η κ. Σπυριδούλα Τζίμα, Assistant Vice President, Global Sovereign Ratings στο διεθνή οίκο αξιολόγησης DBRS που υπογραμμίζει ιδιαίτερα και τα πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα και λειτουργούν ως ανάχωμα στη δύσκολη συγκυρία στις αγορές. « Αφού κατέγραψαν ιστορικά χαμηλά επίπεδα, οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν αντίβαρα που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή του ελληνικού χρέους ενώ όσο διήρκησε το PEPP οι ελληνικές αρχές εκμεταλλεύτηκαν το ευνοϊκό περιβάλλον επιτοκίων, αντικαθιστώντας ακριβότερο χρέος».
Όπως εξηγεί, «το υψηλό επίπεδο των ταμειακών διαθεσίμων και η απόφαση της ΕΚΤ παρέχουν κάποια άνεση σε ενδεχόμενη αυξημένη μεταβλητότητα της αγοράς». Ωστόσο, «η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει την πίεση στο κόστος δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών όπως η Ελλάδα» επισημαίνει και υπογραμμίζει πως «η βελτίωση των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών που βοηθούν στο να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς μπορεί να θωρακίσει την Ελλάδα έναντι της μεταβλητότητας της αγοράς».
Η βελτίωση των μεγεθών που ζητούν οι αγορές, πρακτικά σημαίνει πως σήμερα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη στιγμή είναι πολύ κρίσιμη η προσήλωση στους δημοσιονομικούς στόχους και ειδικά στο στόχο για το έλλειμμα καθώς αυτό θα είναι το διαβατήριο για την επενδυτική βαθμίδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Ιδιαίτερα βοηθητικοί παράγοντες θα είναι βέβαια και η επίτευξη του ρυθμού ανάπτυξης που εκτιμάται φέτος στο 3% αλλά και η προώθηση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας στην οποία έχει δεσμευτεί η χώρα.
Ο χρόνος ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένα μεγάλο στοίχημα για την ελληνική οικονομία και η κυρίαρχη προσδοκία στην κυβέρνηση είναι πως αυτό θα έχει επιτευχθεί μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2023. Πλέον, πέραν των εκλογών, που όπως έχει γράψει το Mononews «ζορίζει» τους ξένους οίκους που δύσκολα θα πάρουν το ρίσκο μιας τέτοιας απόφασης εάν δεν φύγει από το τραπέζι ο παράγοντας πολιτική αβεβαιότητα, το βαθμό δυσκολίας εντείνουν και οι εξελίξεις στη διεθνή οικονομία. Δεν είναι τυχαίο πως χώρες με προβληματικά θεμελιώδη όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία, μετά τις δηλώσεις Λαγκάρντ, είδαν τα επιτόκια στα δεκαετή να καλπάζουν της μίας προς το 4,5% και της άλλης προς το 4%, σε υψηλό 8,5 ετών, με τους επενδυτές να αποφεύγουν την ανάληψη ρίσκου σε μια περίοδο γενικευμένης αβεβαιότητας, πιέζοντας παράλληλα την ΕΚΤ να φανεί πιο συγκεκριμένη στο πως θα στηρίξει τα ομόλογα του προβληματικού Νότου σε περίπτωση μεγαλύτερων προβλημάτων στις αγορές.
Διαβάστε επίσης
Πιο κοντά φέρνει τις εκλογές ο εθνικός στόχος της “επενδυτικής βαθμίδας”
«Λίφτινγκ» στην αγορά ομολόγων από τον ΟΔΔΗΧ – Γιατί γίνονται σήμερα νέες, έκτακτες δημοπρασίες