Τέθηκε προ ολίγων ημερών σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου, το οποίο θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του Κανονισμού 2022/2065, της γνωστής «Πράξης για τις ψηφιακές υπηρεσίες» (Digital Services Act) που επιβάλλει σημαντικές υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις με ψηφιακές υπηρεσίες και βαριές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης.

Πρόκειται για ένα εμβληματικό νομοθέτημα, το οποίο φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα ασφαλές και αξιόπιστο περιβάλλον στο διαδίκτυο, ειδικά σε μια εποχή, στην οποία η παραπληροφόρηση και το παράνομο περιεχόμενο διαφόρων ειδών έχει προβληματίσει σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η προηγούμενη νομοθεσία ήταν η Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο, η οποία όμως είχε δύο προβλήματα. Αφενός ίσχυε από το 2000 και αφετέρου αφορούσε μόνο το ηλεκτρονικό εμπόριο, οπότε δεν μπορούσε να αποτυπώσει μια συνολικότερη στρατηγική της ΕΕ για τις ψηφιακές υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.

Αυτή η ολοκληρωμένη στρατηγική θα εφαρμοστεί πλέον με τη Digital Services Act (DSA) σε συνδυασμό με το έτερο σημαντικότατο νομοθέτημα, τη Digital Markets Act αποτελώντας ένα συνεκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο με στόχο την προστασία των χρηστών και τις διαφανείς διαδικασίες στο διαδίκτυο.

Ποιους αφορά η Digital Services Act και από πότε

Η DSA αφορά τους B2B και B2C παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών που παρέχουν στους χρήστες πρόσβαση σε αγαθά, υπηρεσίες και περιεχόμενο. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ο Κανονισμός και ο εφαρμοστικός νόμος εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, όπως μηχανές αναζήτησης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ηλεκτρονικά καταστήματα και πλατφόρμες αγορών.

Ο Κανονισμός δημοσιεύτηκε στην αρχική του μορφή το 2020, όμως στη συνέχεια ακολούθησε η συνήθης μακρόχρονη διαδικασία της υιοθέτησης του τελικού κειμένου, οπότε εν τέλει η εφαρμογή του ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου 2023, αλλά μόνο για τις λεγόμενες πολύ μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες (VLOP) και τις πολύ μεγάλες μηχανές αναζήτησης (VLOSE). Το πεδίο του αρχικά καταλάμβανε, δηλαδή, παρόχους, όπως η Google, Amazon, Facebook, TikTok, Booking, Wikipedia, YouTube, Instagram, LinkedIn και X (Twitter).

Για όλους τους υπόλοιπους ψηφιακούς παρόχους, η ισχύς του Κανονισμού ξεκίνησε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. Ωστόσο, ο ελληνικός νόμος, ο οποίος ρυθμίζει ζητήματα κυρίως επίβλεψης των παρόχων μέσω του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών, μόλις τέθηκε υπό δημόσια διαβούλευση, οπότε θα υπάρξει μια μικρή καθυστέρηση μέχρι την ψήφιση του νόμου.

Αντιμετώπιση παράνομου περιεχομένου

Το μεγαλύτερο, ίσως, πρόβλημα αυτή τη στιγμή στο διαδίκτυο είναι το παράνομο περιεχόμενο, το οποίο βρίσκεται παντού σε διάφορες μορφές. Από τα απομιμητικά προϊόντα μέχρι τα fake news και τη ρητορική μίσους, το ερώτημα είναι πώς τέτοια φαινόμενα θα μπορέσουν να καταπολεμηθούν, χωρίς όμως ταυτόχρονα να περιοριστεί κατάφωρα η ελευθερία έκφρασης.

Η DSA επιβάλλει αυστηρές υποχρεώσεις στις πλατφόρμες σχετικά με τα εργαλεία που χρησιμοποιούν για τον μετριασμό περιεχομένου αλλά και την ενημέρωση των χρηστών αναφορικά με τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τα ειδικότερα μέτρα που λαμβάνονται. Η λογική είναι ότι οι πλατφόρμες επιτρέπεται μεν να προχωρούν σε αλγοριθμική λήψη αποφάσεων για την απομάκρυνση παράνομου περιεχομένου, θα πρέπει όμως να συνδυάζεται και με ανθρώπινη επανεξέταση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δημοσιεύουν ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τον περιορισμό περιεχομένου που έχουν εκτελέσει.

Ταυτόχρονα, είναι υποχρεωτικό να δίνεται και στους χρήστες το δικαίωμα να επισημαίνουν τυχόν παράνομο περιεχόμενο. Έτσι, όλες οι πλατφόρμες θα πρέπει να δημιουργήσουν μηχανισμούς ειδοποίησης και δράσης, οι οποίοι θα είναι εύκολα προσβάσιμοι και φιλικοί προς το χρήστη, ενώ οι αποφάσεις θα λαμβάνονται εγκαίρως και με αντικειμενικά, μη αυθαίρετα κριτήρια.

Βεβαίως, πρόκειται στην πραγματικότητα για μια εξαιρετικά δύσκολη εξισορρόπηση ανάμεσα στην ανάγκη να προστατευθούν οι χρήστες από παράνομο περιεχόμενο και στη θεμελιώδη προστασία της ελευθερίας έκφρασης. Διότι δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει, για παράδειγμα, να μπλοκάρονται λογαριασμοί στο Facebook για ρητορική μίσους, μόνο και μόνο επειδή έγινε αναφορά από άλλους χρήστες.

Αυτό το πρόβλημα γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αφενός με τη λήψη αποφάσεων με συγκεκριμένα και διαφανή κριτήρια που περιλαμβάνουν και την ανθρώπινη επανεξέταση και αφετέρου με τη θέσπιση βαρύτητας στις αναφορές που κάνουν αξιόπιστες πηγές. Τέτοιες αξιόπιστες πηγές θεωρούνται π.χ. οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ή η Europol και οι αναφορές τους εξετάζονται κατά προτεραιότητα, ώστε να επιτυγχάνεται ταχύτερη και πιο αξιόπιστη επίλυση του παράνομου περιεχομένου.

Ευθύνη στη φιλοξενία περιεχομένου

Ένας προβληματισμός που είχε επικρατήσει τον πρώτο καιρό της δημοσίευσης της DSA ήταν το μέτρο της ευθύνης των πλατφορμών, το αν δηλαδή θα επιβαρύνονταν με κάποιο καθήκον παρακολούθησης του περιεχομένου που δημοσιεύεται σε αυτές, με ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση φιλοξενίας παράνομου περιεχομένου. Κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε υπερβολικά και δυσανάλογα τις πλατφόρμες, αφού επί παραδείγματι θα έπρεπε το Facebook να παρακολουθεί τι ανεβάζει κάθε χρήστης και να εντοπίζει το παράνομο περιεχόμενο.

Επειδή, λοιπόν, αυτό θα ήταν πρακτικά αδύνατον, διευκρινίστηκε ότι οι πάροχοι υπηρεσιών που συνίστανται στην αποθήκευση πληροφοριών δεν ευθύνονται για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν οι χρήστες ούτε υποχρεούνται να λαμβάνουν προληπτικά και γενικά μέτρα παρακολούθησης όσον αφορά το περιεχόμενο τρίτων. Η υποχρέωσή τους, επομένως, σχετίζεται με την εξέταση των αναφορών περί παρανομίας, αλλά όχι με την προληπτική παρακολούθηση.

Ωστόσο, αυτή η απαλλαγή από την ευθύνη είναι πιο πολύπλοκη, όταν μιλάμε για πλατφόρμες που συγκεντρώνουν προϊόντα από διάφορους εμπόρους, τα οποία πωλούνται σε καταναλωτές (π.χ. Skroutz, Shopflix κ.λ.π.), όπου υπάρχει το ζήτημα της προστασίας των καταναλωτών για εξ αποστάσεως συμβάσεις με επιχειρήσεις (B2C). Θα πρέπει, λοιπόν, η πλατφόρμα να παρουσιάζει τις πληροφορίες της συναλλαγής κατά τρόπο που να δείχνει ότι δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο των εμπόρων.

Αν η παρουσίαση των πληροφοριών και ο γενικότερος σχεδιασμός οδηγεί τον μέσο καταναλωτή να πιστεύει ότι οι πληροφορίες, το προϊόν ή η υπηρεσία παρέχονται από την ίδια την πλατφόρμα ή από έμπορο που ενεργεί υπό την εξουσία ή τον έλεγχό του, δεν ισχύει η αρχή της μη ευθύνης για αυτό το περιεχόμενο.

Αν, ενδεικτικά, η πλατφόρμα πουλάει προϊόντα, των οποίων την προέλευση δεν αποκαλύπτει παρά μόνο μετά τη σύναψη της σύμβασης ή αν εμπορεύεται τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες στο δικό της όνομα αντί του ονόματος του εμπόρου, τότε με βάση τη στάθμιση όλων των παραγόντων μπορεί να θεωρηθεί ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύεται σε αυτή.

Η online διαφήμιση

Πέρα από την αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου, η DSA δίνει μεγάλη έμφαση και στον καθορισμό ενός συνεκτικού και αποτελεσματικού πλαισίου για τις διαφημίσεις στις ψηφιακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερη προσοχή στη διάκριση της διαφήμισης από οποιονδήποτε άλλο τύπο περιεχομένου και την προστασία των ευαίσθητων δεδομένων των χρηστών.

Συγκεκριμένα, ενσωματώνονται υποχρεώσεις επισήμανσης των διαφημίσεων, ώστε να είναι αναγνωρίσιμες. Πέρα όμως από το γεγονός ότι θα πρέπει οι χρήστες να μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν ότι μια πληροφορία αποτελεί διαφήμιση, θα πρέπει ταυτόχρονα να μπορούν να αναγνωρίσουν και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου για λογαριασμό του οποίου αυτή παρουσιάζεται, καθώς και να βλέπουν επεξηγήσεις σχετικά με τις παραμέτρους για τον προσδιορισμό ενός χρήστη ως αποδέκτη της εν λόγω διαφήμισης.

Στόχος, επομένως, είναι να υπάρχει η μέγιστη δυνατή διαφάνεια σχετικά με το ποιος πλήρωσε για τη διαφήμιση και ποιες παραμέτρους χρησιμοποίησε, ώστε η συγκεκριμένη διαφήμιση να εμφανίζεται σε έναν συγκεκριμένο χρήστη. Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η στόχευση της διαφήμισης να γίνεται με βάση ευαίσθητα δεδομένα, όπως δεδομένα υγείας, ή να απευθύνεται σε ανηλίκους.

Ο Συντονιστής Ψηφιακών Υπηρεσιών και οι κυρώσεις

Για να εφαρμοστούν όλα τα παραπάνω, ο Κανονισμός αναφέρει ότι κάθε κράτος-μέλος ορίζει Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών για την επίβλεψη των ψηφιακών παρόχων. Σύμφωνα με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, Συντονιστής Ψηφιακών Υπηρεσιών ορίζεται η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ενώ για ειδικότερες αρμοδιότητες ορίζονται ως αρμόδιες αρχές το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Ο Συντονιστής Ψηφιακών Υπηρεσιών έχει ευρείες αρμοδιότητες που ορίζονται στο νομοσχέδιο και ακολουθούν τη λειτουργία του, όπως περιγράφεται στη DSA. Ειδικότερα, έχει δικαίωμα να ζητάει από τις ψηφιακές πλατφόρμες πληροφορίες και να ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία περί διεξαγωγής ερευνών και συλλογής στοιχείων. Η κυριότερη, όμως, αρμοδιότητά του είναι ότι μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις και πρόστιμα για παραβιάσεις της νομοθεσίας, αλλά και ότι δέχεται όλες τις καταγγελίες πολιτών για τυχόν παραβάσεις των ψηφιακών παρόχων.

Οι κυρώσεις, πάντως, δεν είναι διόλου αμελητέες και κινούνται στην ίδια λογική με τον GDPR, καθώς συσχετίζονται με τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, το πρόστιμο μπορεί να φτάσει ακόμα και το 6% του ετήσιου κύκλου εργασιών, οπότε σε πολλές περιπτώσεις μιλάμε για αρκετά εκατομμύρια ευρώ!

Φυσικά, μένει να δούμε την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής όλων των παραπάνω αλλά και αν θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν δραστικά τα υφιστάμενα (και μελλοντικά) προβλήματα ή θα αγκομαχούν, προσπαθώντας να προλάβουν τις ψηφιακές εξελίξεις που συνεχώς αλλάζουν και παίρνουν διαφορετική μορφή.

Διαβάστε επίσης:

Πάνος Γερμανός: Ο επιδραστικός dealmaker σε μια ακόμη κίνηση ματ – Άρθρο παρέμβαση