Αν και από έρευνες προκύπτει ότι η εκπροσώπηση και των δύο φύλων στα διοικητικά συμβούλια οδηγεί σε καινοτόμες ιδέες, αυξάνει την ανταγωνιστικότητα και τις επιδόσεις και βελτιώνει την εταιρική διακυβέρνηση τελικά χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια με ποσοστώσεις για να επιτευχθεί ισότιμη εκπροσώπηση.

Κι αυτό ακόμη και αν υπάρχουν κάποιες γυναίκες που φιλοδοξούν να ανέβουν στα ανώτατα κλιμάκια των κλάδων της έρευνας, της τεχνολογίας και της επιστήμης, να μετάσχουν σε διοικητικά συμβούλια και να επιδιώξουν θέσεις ευθύνης, αποθαρρύνονται απκαθώς συχνά βρίσκονται αντιμέτωπες με αόρατα εμπόδια (βάσει προκαταλήψεων), που περιορίζουν την προαγωγή τους σε ανώτερες θέσεις και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία και ανέλιξη.

1

Οι ηγετικές θέσεις, τις οποίες δικαιούνται ορισμένες γυναίκες να επιδιώξουν, υπό την προϋπόθεση βεβαίως, αφενός, ότι οι ίδιες διαθέτουν την αναγκαία ανταγωνιστική διάθεση και, αφετέρου, ότι το περιβάλλον αφήνει ανεμπόδιστο τον ανταγωνισμό να αναπτυχθεί, γίνονται συχνά απρόσιτες για τις γυναίκες λόγω διαφόρων άλλων εξωγενών εμποδίων.

Τα εμπόδια αυτά είναι γνωστά, εδώ και τριάντα χρόνια, ως «γυάλινες οροφές». Ο όρος «γυάλινη οροφή» υιοθετήθηκε το 1986 από τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Wall Street Journal. Η κλίμακα υπολογισμού της γυάλινης οροφής αντικατοπτρίζει τον βαθμό δυσκολίας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην προσπάθειά τους να προωθήσουν τη σταδιοδρομία τους σε επίπεδα ανάλογα με εκείνα των ανδρών συναδέλφων τους.

Αποτέλεσμα της γυάλινης οροφής είναι, ουσιαστικά, η υποεκπροσώπηση των γυναικών στους κλάδους της επιστήμης και της τεχνολογίας αλλά και στα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων.

Πίσω από τη γυάλινη οροφή είναι στερεότυπα και αντιλήψεις που έρχονται από τα παρελθόν αλλά συχνά είναι πολύ ισχυρές στις ίδιες τις γυναίκες και λειτουργούν σαν εμπόδια.

Η μητρότητα για πολλές γυναίκες αποτελεί προτεραιότητα που μπαίνει διαζευκτικά στη προοπτική μιας απαιτητικής καριέρας. Με το στερεότυπο να θέλει τις υποχρεώσεις της μητρότητας αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση αρκετές γυναίκες δεν πιστεύουν ότι μπορεί να συνδυαστεί με την πραγμάτωση των φιλοδοξιών της. Βάζουν οι ίδιες ένα εμπόδιο στον εαυτό τους, που πηγάζει από τη δική τους αντίληψη για το πόσο χρόνο πρέπει μια γυναίκα να αφιερώνει στη μητρότητα και πόσο χρόνο μπορεί να αφιερώνει στην επιδίωξη των στόχων της.

Η αντίληψη ότι κάποια είναι αντρικά επαγγέλματα, αν και προέρχεται από τον αναχρονιστικό διαχωρισμό μεταξύ γυναικείων και ανδρικών επαγγελμάτων, κυριαρχεί στην επιλογή καριέρας για κάποιες γυναίκες. Ακόμη και αν αρκετές γυναίκες ξεχωρίζουν για επιτεύγματά τους στην επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά και σε άλλα κατεξοχήν αντρικά επαγγέλματα, είναι περισσότερες εκείνες που αυτοπεριορίζονται σε πιο παραδοσιακά γυανικείους χώρους.

Μία τρίτη κατηγορία οφείλεται στο μισθολογικό χάσμα που υπάρχει μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς για τις ίδιες θέσεις οι γυναικείοι μισθοί μπορεί να είναι χαμηλότεροι. Στους λόγους που το εξηγούν αυτό το φαινόμενο, εκτός από το στερεότυπο, είναι η μικρότερη μαχητικότητα των γυναικών στην υποστήριξη της αξίας τους και της αμοιβής τους, και η τάση τους περισσότερο να θέλουν να αποδεικνύουν με ζήλο την αξία τους….παρά να την εισπράττουν. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτεί προσφυγή στα δικαστήρια για να αποκατασταθεί η ισότητα και η ισότιμη πρόσβαση των γυναικών σε συγκεκριμένες θέσεις.

Και στον τομέα της έρευνας δεν είναι ισότιμη η συμμετοχή αντρών και γυναικών. Για παράδειγμα, ενώ το 2010 το 59% των προπτυχιακών και πτυχιακών φοιτητών στην ΕΕ ήταν γυναίκες, το ποσοστό των γυναικών σε ανώτερες ακαδημαϊκές θέσεις στην ΕΕ ήταν μόλις 20%. Παρ’ όλο που το ποσοστό των γυναικών που ασχολούνται με την έρευνα αυξάνεται γρηγορότερα από το αντίστοιχο των ανδρών, το 2009 μόλις το 33% των ερευνητών στην ΕΕ των 27 ήταν γυναίκες.

Το χαμηλότερο σχετικό ποσοστό σημειώνεται στον τομέα των επιχειρήσεων, όπου μόλις το 19% επί του συνόλου των ερευνητών ήταν γυναίκες, σε σύγκριση με το 40% στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και το 40% στον κυβερνητικό τομέα. Η ανεπαρκής αξιοποίηση των γυναικών αποδυναμώνει το δυνητικό πλεονέκτημα της επιχειρηματικότητας που συνδέεται με την έρευνα και την καινοτομία καθώς και το πλεονέκτημα της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης.