Για τις κινήσεις της Alpha Bank αλλά και του ευρύτερου τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα απάντησε ο CEO της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης, κατά τη διάρκεια του πάνελ συζήτησης στο 3ο επενδυτικό συνέδριο Morgan Stanley and Athens Stock Exchange Greek Investment Comference στο Λονδίνο.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για την ελληνική αντίδραση στη μείωση των επιτοκίων, ο κ. Ψάλτης τόνισε πως αυτό επικεντρώνεται στη δημιουργία προμηθειών αλλά και την επέκταση των προϊόντων σε τομείς όπως το Asset Management, το Wealth Management και η τραπεζοασφάλιση.

Η διείσδυση αυτών των χρηματοοικονομικών προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και ο μέσος όρος της ΕΕ, αλλά διάφοροι παράγοντες οδηγούν σε μια τέτοια αλλαγή, ανέφερε ο επικεφαλής της Alpha Bank.

Μεταξύ των βασικών παραγόντων που επηρεάζουν αυτή την εξέλιξη είναι το γεγονός πως ενώ η  Ελλάδα έχει ιστορικά στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στην κρατική παροχή για υπηρεσίες υγείας και συντάξεις, οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν δημιουργήσει χώρο και για τον ιδιωτικό τομέα.

Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον πολύ ρευστές και οι προθεσμιακές καταθέσεις δεν χρησιμεύουν πλέον ως εναλλακτική λύση για τη συσσώρευση κεφαλαίου.

Παράλληλα, παρατήρησε πως είναι εμφανής μια αλλαγή στη συμπεριφορά των πολιτών, καθώς όλες οι γενιές συνιδητοποιούν τη σημασία της κατοχής ενός κατάλληλου χαρτοφυλακίου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

Αναφέρθηκε επίσης στην ανάκαμψη από την κρίση, η οποία οδήγησε σε βελτίωση των διαθέσιμων εισοδημάτων και σε μια μεγαλύτερη ζήτηση για χρηματοοικονομικές και περιουσιακές υπηρεσίες.

Οι μεγάλες αλλαγές

Έκανε επίσης λόγο για διαρθρωτικές και πολιτισμικές αλλαγές, που περιλαμβάνουν, τον εκδημοκρατισμό των υπηρεσιών πλούτου, με προσέγγιση σε περισσότερες κατηγορίες πελατών, τη  βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού σε όλες τις γενιές, τη ψηφιοποίηση, η οποία επιτρέπει την επέκταση  σε πελάτες που δεν επιθυμούν πολλές επαφές με τις τράπεζες ενώ  παράλληλα βελτιώνουν τις υπηρεσίες για τα τμήματα υψηλότερης αξίας, αλλά και τον  πολλαπλασιασμός των προϊόντων, προσφέροντας εξατομικευμένα και σύγχρονα προϊόντα.

Ο κ. Ψάλτης ανέφερε πως η κλιματική κρίση,τα  κυβερνητικά κίνητρα για την ασφάλιση και η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των πολιτών της ανάγκης για την ασφάλιση περιουσίας, θα συμβάλουν περαιτέρω την ανάπτυξη της τραπεζοασφάλισης.

Πάντως, τόνισε πως παρά την υψηλή ιδιοκτησία κατοικίας (~75%), η Ελλάδα έχει ακόμα χαμηλή ασφαλιστική διείσδυση (~15%).

Ο κ. Ψάλτης εξήγησε πως ενώ ο εκδημοκρατισμός των υπηρεσιών πλούτου διευρύνει την απήχηση των τραπεζών, τα εύπορα και αναδυόμενα εύπορα τμήματα πελατών είναι οι πρωταρχικοί μοχλοί ανάπτυξης τους.

Εξήγησε πως η Alpha Bank επενδύει σε κορυφαίους Relationship Managers και αναθεωρεί το μοντέλο των υποκαταστημάτων της για να εστιάσει περισσότερο στη σε συμβουλευτικές υπηρεσίας προς τους πελάτες της. Οι ψηφιακές βελτιώσεις και η εξ αποστάσεως τραπεζική βοηθούν επίσης στην απόκτηση νέων πελατών για επενδυτικά προϊόντα.

Οι συνεργασίες, όπως με την Unicredit, παρέχουν πρόσβαση σε μια ευρύτερο φάσμα προϊόντων υψηλής ποιότητας, αξιοποιώντας τόσο την τοπική όσο και τη διεθνή
τεχνογνωσία. Η επιτυχία της προσφοράς αμοιβαίων κεφαλαίων της Onemarkets καταδεικνύει, μάλιστα, τις δυνατότητες για ανάπτυξη.

Συμπερασματικά, ο κ. Ψάλτης ανέφερε πως ο συνδυασμός του αυξημένου διαθέσιμου εισοδήματος, της μεγαλύτερης χρηματοοικονομικής παιδείας, της ψηφιοποίησης και των στρατηγικών συνεργασιών θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να διευρύνουν το μερίδιό τους στην αγορά των εσόδων από προμήθειες. Η Alpha Bank, για παράδειγμα, σχεδιάζει να ενισχύσει την προσφορές προϊόντων και τη στόχευση των πελατών ώστε να αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία για ισχυρότερη παραγωγή εσόδων από προμήθειες τα επόμενα χρόνια.

Ο Βασίλης Ψάλτης ρωτήθηκε ποιος θα είναι ο καταλύτης για νέα άνοδο των μετοχών του κλάδου. Σημείωσε ότι οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν έναν τραπεζικό τομέα στον οποίο έχει γίνει η συγκέντρωση και που χαρακτηρίζεται από χρηστή διακυβέρνηση και βιώσιμη κερδοφορία. Ωστόσο, για τους επενδυτές, η κύρια εστίαση είναι η ανάπτυξη, η οποία μπορεί να έρθει με δύο βασικούς τρόπους:

Εταιρικός δανεισμός: Οι τράπεζες χρηματοδοτούν την επενδυτική προσπάθεια της χώρας για την αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού που άφησε η κρίση. Αυτό δημιουργεί ευκαιρία για ανάπτυξη, με παράλληλη διατήρηση της βιώσιμης κερδοφορίας.

Ανάπτυξη της εύπορης τάξης: Υπάρχει μια μακροπρόθεσμη ευκαιρία για επέκταση, στοχεύοντας το εύπορο τμήμα στην Ελλάδα και φέρνοντάς το πιο κοντά στα επίπεδα που παρατηρούνται στις ανεπτυγμένες αγορές.

Παρότι η Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί ως αναδυόμενη αγορά, έχει χαρακτηριστικά ανεπτυγμένης αγοράς, όπως σταθερό νόμισμα, πολιτική σταθερότητα και υψηλή πιστωτική διείσδυση, επισήμανε.

«Πρόσθετοι παράγοντες ανάπτυξης περιλαμβάνουν την καλή λειτουργική μόχλευση, τις θετικές προοπτικές για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και τους καλά προετοιμασμένους ισολογισμούς για τη διαχείριση της μείωσης επιτοκίων. Το στοιχείο που λείπει, φυσικά, είναι το προσωρινό αντίκτυπο από τη μείωση των επιτοκίων. Στην περίπτωσή μας, αναμένουμε ότι η κορυφαία γραμμή (top line) θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, παρά τη μείωση επιτοκίων», τόνισε.

Ο CEO του ομίλου τοποθετήθηκε και για το θέμα της ανταμοιβής των μετόχων. Σημείωσε ότι η Alpha Bank έχει ήδη εφαρμόσει πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών, γεγονός που αντανακλά την εμπιστοσύνη στην αποτίμησή της.

Η αμοιβή των μετόχων εξαρτάται από τρεις παράγοντες:

  • Επίπεδα κεφαλαίου
  • Δυνατότητα παραγωγής κεφαλαίου
  • Κανονιστική έγκριση

«Έχουμε βελτιστοποιήσει τη διάρθρωση των κεφαλαίων μας, διατηρώντας τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας (CET1, MREL, MDA) σε επίπεδα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών ομίλων. Η ισχυρή κερδοφορία μάς επέτρεψε να δημιουργήσουμε πάνω από 130 μονάδες βάσης κεφαλαίου οργανικά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, με πρόσθετα κέρδη από τη βελτιστοποίηση των κεφαλαίων. Αυτό το πλεόνασμα υπερβαίνει αυτό που απαιτείται για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.

Ως αποτέλεσμα, αναμένουμε ότι θα αυξήσουμε τις πληρωμές των μετόχων φέτος και το επόμενο έτος, σύμφωνα με το guidance. Τα επόμενα τρία χρόνια, περισσότερο από το 30% της υφιστάμενης κεφαλαιοποίησης θα διανεμηθεί στους μετόχους, ενώ το 40% θα παραμείνει ως πλεονάζον κεφάλαιο.

Η Alpha Bank βελτιώνει επίσης την κεφαλαιακή της σύνθεση μειώνοντας την εξάρτηση από Αναβαλλόμενες Φορολογικές Πιστώσεις (DTC) και διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης CET1 συνεχίζει να αυξάνεται, ακόμη και με ποσοστό ανταμοιβής μετόχων 70%. Δεν υπάρχει ανάγκη έκδοσης πρόσθετων AT1, Tier 2 ή προτιμώμενων μέσων ανώτερης κατηγορίας, εξαλείφοντας πιθανούς αντίθετους ανέμους σε ό,τι αφορά την κερδοφορία.

Συνοπτικά, δεσμευόμαστε να αυξήσουμε τις αποδόσεις των μετόχων, με σχέδια για επιτάχυνση των πληρωμών, εν αναμονή της ρυθμιστικής έγκρισης».