Η επικείμενη επιτυχής ολοκλήρωση του Project Galaxy, εν μέσω των πρωτοφανών προκλήσεων της παγκόσμιας πανδημικής κρίσης, επιβεβαίωσε εκ νέου την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στην Alpha Bank, καθώς και την επιχειρησιακή ετοιμότητα και τη δέσμευση της Τράπεζας στους στρατηγικούς της στόχους, επεσήμανε μεταξύ άλλων ο CEO της Alpha Bank κ. Βασίλης Ψάλτης, κατά τη σημερινή του τοποθέτηση στο 22ο Ετήσιο Capital Link Invest in Greece Forum.

«Είμαστε περήφανοι όχι μόνον διότι επιτύχαμε την επανέναρξη του Project Galaxy – της δεύτερης μεγαλύτερης τιτλοποίησης NPL στην Ευρώπη – αμέσως μετά το πρώτο lockdown αλλά και που δρομολογούμε με τρόπο αποφασιστικό την ολοκλήρωση αυτής της μεγάλης συναλλαγής, εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας», υπογράμμισε ο κ. Ψάλτης, προσθέτοντας πως η δυναμική της συναλλαγής αντανακλά όχι μόνον την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Τράπεζας και την αξία της Cepal, «αλλά και τη σημαντική βελτίωση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα της αποτελεσματικής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης αλλά και της μεταρρυθμιστικής δυναμικής που επιδεικνύει η ελληνική κυβέρνηση».

Ο κ. Ψάλτης τόνισε ότι η Alpha Bank έχει ήδη οικοδομήσει σχέσεις αξιοπιστίας με τους επενδυτές των ΗΠΑ, ξεκινώντας από την ίδρυση της Cepal -της πρώτης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που έλαβε άδεια λειτουργίας στην ελληνική αγορά από την Τράπεζα της Ελλάδος- σε συνεργασία με την Centerbridge, στη συνέχεια με την πώληση χαρτοφυλακίων στην Apollo και τη Fortress, και, τώρα, με την εν εξελίξει διαπραγμάτευση με την Davidson Kempner για τη Συναλλαγή Galaxy και την πώληση της Cepal, ενός από τους μεγαλύτερους servicer της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. «Είναι σαφές ότι αυτοί οι επενδυτές έχουν θετική άποψη για την δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς ακινήτων», πρόσθεσε ο κ. Ψάλτης.

Ο CEO της Alpha Bank τόνισε ότι ο εξορθολογισμός των τραπεζικών ισολογισμών μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει «κύρια προτεραιότητα» για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, υπογράμμισε πάντως ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο από το 2016 έως σήμερα, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους κατά 60% σε Ευρώ 68 δισ. στο τέλος του 2019.

Χαρακτήρισε «εντυπωσιακό» το συνολικό ύψος των τιτλοποιήσεων ΜΕΑ (Ευρώ 33 δισ.) που δρομολογούνται στην ελληνική τραπεζική αγορά τα τελευταία δύο έτη, επισημαίνοντας ότι η νεοσύστατη ελληνική αγορά διαχείρισης απαιτήσεων συνέβαλε θετικά στον εξορθολογισμό των τραπεζικών ισολογισμών και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πώληση των εγχώριων χαρτοφυλακίων στη δευτερογενή αγορά ΜΕΔ.

Αναφερόμενος στην πρόκληση του Covid-19 και στην προσπάθεια που καταβάλλουν οι ελληνικές τράπεζες να μειώσουν τα NPE τους στα ευρωπαϊκά επίπεδα, ο κ. Ψάλτης επεσήμανε ως κρίσιμη τη συμπεριφορά των δανείων που σήμερα βρίσκονται σε αναστολή, τα οποία και ανέρχονται περίπου στο 15% των εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών.

Ο CEO της Alpha Bank αναφέρθηκε στις ισχυρές πρωτοβουλίες που έχουν ήδη αναληφθεί για τον περιορισμό των οικονομικών συνεπειών από το lockdown, όπως τα κυβερνητικά μέτρα για τη διοχέτευση ρευστότητας ύψους Ευρώ 30 δισ. στην οικονομία, η στήριξη των ιδιωτών δανειοληπτών στο πλαίσιο του προγράμματος «Γέφυρα» και, αντιστοίχως, η χορήγηση κεφαλαίων κίνησης στις επιχειρήσεις μέσω των προγραμμάτων της ΕΑΤ.

Αυτή η αποφασιστική αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, σημείωσε ο κ. Ψάλτης, σε συνδυασμό με τη λειτουργική ετοιμότητα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες διατηρούν ανοικτούς διαύλους με τους πελάτες τους και προσφέρουν νέα προϊόντα με διευρυμένα χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής, δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι ο κίνδυνος να βρεθεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπροστά σε μία νέα γενιά «κόκκινων δανείων» λόγω των μορατόριων, θα είναι περιορισμένος.

Ως προς την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup, μέσω της οποίας ουσιαστικά τίθεται ως στόχος για τις ελληνικές τράπεζες ο περιορισμός των NPL στο όριο του 5% το 2022, ο κ. Ψάλτης υπογράμμισε πως μία σειρά πρωτοβουλιών όπως, ενδεικτικά, η πρόθεση της κυβέρνησης για επέκταση του προγράμματος Ηρακλής, οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ίδρυση εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMC) και η παράλληλη πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη συγκρότηση ελληνικής AMC, δίνουν τα αναγκαία εργαλεία για την ταχεία διαχείριση μίας νέας γενιάς NPEs.

Ανταλλάσσοντας απόψεις με τους CEOs των υπόλοιπων τριών συστημικών τραπεζών σχετικά με τις αναπτυξιακές προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα στη μετά-Covid εποχή, ο κ. Ψάλτης σημείωσε ότι «παρά τις προκλήσεις, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να εκπληρώσουν το λόγο ύπαρξής τους υποστηρίζοντας την πραγματική οικονομία».

Η έγκαιρη υλοποίηση των προγραμμάτων χρηματοδοτικής στήριξης της ΕΕ, που ξεπερνούν τα Ευρώ 70 δισ. για την Ελλάδα, είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, δήλωσε ο κ. Ψάλτης, προσθέτοντας ότι «οι τράπεζες πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, καθώς μπορούν να κινητοποιήσουν γρήγορα τους επιχειρηματικούς τους πελάτες και να τους βοηθήσουν να διαμορφώσουν τις επενδυτικές τους προτάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίσουν την επιλεξιμότητά τους βάσει του RRF, αλλά ταυτόχρονα να συμμορφώνονται με τα πιστωτικά πρότυπα των τραπεζών.

Ως εκ τούτου, το τραπεζικό σύστημα οφείλει να συμμετέχει όχι μόνο ως μηχανισμός για τη βέλτιστη κατανομή των αποταμιεύσεων της κοινωνίας, αλλά και ως σύμβουλος ανάπτυξης. Αυτό θα επιτρέψει στις Τράπεζες να κινητοποιήσουν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην ψηφιακή και την πράσινη οικονομία, τη στήριξη της κοινωνικής συνοχής, την ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού, της καινοτομίας και της δημιουργίας οικονομιών κλίμακος στην ελληνική αγορά.

Με άλλα λόγια, οι Τράπεζες μπορούν να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της Ελλάδας, όχι μόνον με τον κλασικό διαμεσολαβητικό τους ρόλο αλλά και με τον ρόλο τους ως επενδυτές και εργοδότες».

Διαβάστε επίσης: 

Φωκίων Καραβίας: «Θέλουμε να κάνουμε την Eurobank του 2030 ηγέτη στην περιοχή»

Παύλος Μυλωνάς (Εθνική Τράπεζα): Οι πέντε δυνάμεις που ωθούν τις τράπεζες στον ψηφιακό μετασχηματισμό

Χρήστος Μεγάλου (Πειραιώς): Η Ελλάδα μπορεί να έχει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από το 4% από το 2021 και μετά