• Τράπεζες

    Τζ. Ντίμον (JPMorgan): Η τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ θα συνεχίσει να γίνεται αισθητή και τα επόμενα χρόνια

    • NewsRoom
    Jamie Dimon, CEO JP Morgan

    Jamie Dimon, CEO JP Morgan


    Η τραπεζική κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει τελειώσει ακόμη, υποστήριξε ο CEO της JPMorgan Τζέιμι Ντίμον στην ετήσια επιστολή του προς τους μετόχους, τονίζοντας πως θα απασχολεί την οικονομία και τα επόμενα χρόνια.

    Ο επικεφαλής της μεγαλύτερης τράπεζας της Αμερικής  προέτρεψε μάλιστα τις ρυθμιστικές Αρχές και τους νομοθέτες των ΗΠΑ να σκεφτούν προσεκτικά πριν οδηγηθούν σε μια «υπεραντίδραση» με την επιβολή περισσότερων κανονισμών.

    «Οι αποτυχίες της Silicon Valley Bank ενθαρρύνθηκαν από τις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ, δεν είχαν εξεταστεί στα τεστ της Federal Reserve και κρύβονταν σε κοινή θέα έως ότου η Wall Street και οι καταθέτες άρχισαν να θορυβούνται», ανέφερε χαρακτηριστικά. .

    «Αυτές οι αποτυχίες δεν ήταν καλές για τράπεζες οποιουδήποτε μεγέθους», ανέφερε ο Ντίμον, απαντώντας σε αναφορές ότι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ειδικά η JPMorgan επωφελήθηκε πολύ από την κατάρρευση της SVB και της Signature Bank, καθώς οι επιφυλακτικοί πελάτες τους αναζητούσαν ασφάλεια μεταφέροντας χρήματα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μεγάλες τράπεζες.

    «Οποιαδήποτε κρίση βλάπτει την εμπιστοσύνη των Αμερικανών στις τράπεζές τους, βλάπτει όλες τις τράπεζες – γεγονός που ήταν γνωστό ακόμη και πριν από αυτή την κρίση», έγραψε. «Αν και είναι αλήθεια ότι αυτή η τραπεζική κρίση «ωφέλησε» μεγαλύτερες τράπεζες λόγω της εισροής καταθέσεων που έλαβαν από μικρότερα ιδρύματα, η ιδέα ότι αυτή η κατάρρευση ήταν καλή για αυτές με οποιονδήποτε τρόπο είναι παράλογη», εξήγησε.

    Τι έφταιξε για την κρίση

    Στην επιστολή του, αναλύοντας το τι συνέβη με τις τράπεζες που κατέρρευσαν, ο Ντίμον εστίασε στις ρυθμιστικές διατάξεις και ειδικά στους κεφαλαιακούς κανόνες, που ώθησαν τις τράπεζες να στραφούν μαζικά σε χαμηλής απόδοσης assets τα οποία έχασαν την αξία τους καθώς αυξάνονταν τα επιτόκια.

    «Κατά ειρωνικό τρόπο, οι τράπεζες παρακινήθηκαν να κατέχουν εξαιρετικά ασφαλείς κρατικούς τίτλους επειδή θεωρούνταν υψηλής ρευστότητας από τις ρυθμιστικές αρχές και είχαν πολύ χαμηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις», ανέφερε. «Ακόμα χειρότερα», συνέχισε ο Ντάιμον, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δεν έκανε stess tests στις τράπεζες για το τι θα συνέβαινε καθώς ανέβαιναν τα επιτόκια.

    Όταν οι ανασφάλιστοι καταθέτες της Silicon Valley Bank συνειδητοποίησαν ότι η τράπεζα έχανε χρήματα ρευστοποιώντας τίτλους για να καλύψει τα αιτήματα αναλήψεων, έσπευσαν να σηκώσουν τα μετρητά τους. Και στη συνέχεια επενέβησαν οι ρυθμιστικές αρχές και τα κατάσχεσαν.

    «Αυτό δεν λέγεται για να απαλλάξει τη διοίκηση της τράπεζας – απλώς για να καταστεί σαφές ότι δεν ήταν η καλύτερη συγκυρία για πολλούς παίκτες», πρόσθεσε, εξηγώντας πως «όλοι αυτοί οι παράγοντες έγιναν εξαιρετικά σημαντικοί όταν η αγορά, οι οίκοι αξιολόγησης και οι καταθέτες εστίασαν σε αυτούς».

    «Οι πρόσφατες καταρρεύσεις της Silicon Valley Bank (SVB) στις Ηνωμένες Πολιτείες και της Credit Suisse στην Ευρώπη, και η σχετική πίεση στο τραπεζικό σύστημα, υπογραμμίζουν ότι η κάλυψη απλώς των ρυθμιστικών απαιτήσεων δεν αρκεί. Υπάρχει πληθώρα κινδύνων και η διαχείρισή τους απαιτεί συνεχή έλεγχο και διαρκή επαγρύπνηση καθώς ο κόσμος εξελίσσεται», έγραψε.

    Ο επικεφαλής της JPMorgan ανέφερε πως το κανονιστικό πλαίσιο θα πρέπει να είναι «λιγότερο ακαδημαϊκό και πιο συνεργατικό». Πρόσθεσε δε πως οι αξιωματούχοι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί αναφορικά με την ώθηση ορισμένων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς μη τράπεζες και τις λεγόμενες σκιώδεις τράπεζες.

    Όμως, έγραψε ο Ντίμον, «η συζήτηση δεν πρέπει πάντα να αφορά περισσότερο ή λιγότερο ρυθμίσεις, αλλά για το ποιος συνδυασμός κανονισμών θα διατηρήσει το τραπεζικό σύστημα της Αμερικής το καλύτερο στον κόσμο».



    ΣΧΟΛΙΑ