ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Κυκλοφόρησε το 60ό τεύχος (Δεκέμβριος 2024) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος. Όπως αναφέρει η ΤτΕ, οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο 60ό τεύχος δημοσιεύονται οι εξής τρεις μελέτες:
Δημήτρης Παπαγεωργίου και Αναστάσιος Ρίζος: «Η δυναμική του πληθωρισμού και ο ρόλος των εγχώριων παραγόντων»
Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, οι ανεπτυγμένες οικονομίες κατέγραψαν σημαντική ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων, η οποία αποδίδεται πρωτίστως στις διαταραχές των τιμών της ενέργειας και των εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών.
Παρόλο που οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετώπισαν κατά κύριο λόγο κοινές πληθωριστικές διαταραχές, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών ως προς το μέγεθος και την επιμονή του πληθωρισμού, όπως μετρούνται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) και τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές υποδηλώνουν ότι οι παράγοντες που καθορίζουν τη δυναμική του πληθωρισμού, καθώς οι διαταραχές διαχέονται στην οικονομία, είναι κυρίως εγχώριοι.
Τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, τα θεσμικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας, όπως οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, οι μηχανισμοί καθορισμού των τιμών από τις επιχειρήσεις, ο βαθμός ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και ο βαθμός ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
Η μελέτη διερευνά το ρόλο των εγχώριων παραγόντων στη διαμόρφωση της δυναμικής του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Αρχικά, παρουσιάζεται η εξέλιξη του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, όπως μετρείται από τον ΕνΔΤΚ και τον αποπληθωριστή ΑΕΠ, με σκοπό την επισήμανση των διαφοροποιήσεων στο μέγεθος και την επιμονή του μεταξύ επιλεγμένων χωρών.
Επιπλέον, η ανάλυση αξιοποιεί εθνικολογιστικά στοιχεία για να διερευνήσει πώς συνεισφέρουν στη διαμόρφωση των εγχώριων τιμών, σε επίπεδο ευρωζώνης και ελληνικής οικονομίας, οι βασικές συνιστώσες του αποπληθωριστή του ΑΕΠ, δηλαδή τα κέρδη των επιχειρήσεων, το κόστος εργασίας και οι έμμεσοι φόροι.
Στο πλαίσιο αυτό, αναλύεται επίσης και η τιμολογιακή στρατηγική των επιχειρήσεων, εξετάζοντας τη δυναμική εξέλιξη των περιθωρίων κέρδους τους για την ελληνική οικονομία.
Επιπροσθέτως, χρησιμοποιείται ένα Δυναμικό Στοχαστικό Υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας για να εξεταστούν οι μακροοικονομικές επιδράσεις μιας προσωρινής διαταραχής κόστους που αυξάνει τον πληθωρισμό των τιμών των εισαγόμενων παραγωγικών εισροών, υπό διαφορετικούς βαθμούς δυσκαμψίας των πραγματικών μισθών στην αγορά εργασίας.
Η εστίαση της ανάλυσης στο ρόλο των δυσκαμψιών των πραγματικών μισθών ως εγχώριου παράγοντα που επηρεάζει τους διαύλους μετάδοσης πληθωριστικών διαταραχών βασίζεται στη σχετική βιβλιογραφία, όπου επισημαίνεται ότι σε αρκετές χώρες της ευρωζώνης οι μηχανισμοί καθορισμού των μισθών χαρακτηρίζονται από καθυστερήσεις στην προσαρμογή των μισθών μετά από εξωγενείς διαταραχές.
H οικονομία του υποδείγματος παραμετροποιείται ώστε να αντιπροσωπεύει μια τυπική μικρή ανοικτή οικονομία της ευρωζώνης, επιτρέποντας τη γενίκευση των συμπερασμάτων σχετικά με την επίδραση της δυσκαμψίας των μισθών στους μηχανισμούς μετάδοσης της εξωγενούς διαταραχής.
Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων αποτελούν την κύρια συνιστώσα των πληθωριστικών πιέσεων από το 2021 και έπειτα, τόσο στην ευρωζώνη όσο και στην Ελλάδα. Το κόστος εργασίας σχετίζεται επίσης θετικά με την εξέλιξη του πληθωρισμού, ωστόσο, η συνεισφορά του είναι μικρότερη από αυτή των κερδών.
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία ειδικότερα, η σημαντική αύξηση των κερδών συνδέεται πρωτίστως με τον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος είχε τη μεγαλύτερη συμβολή στο ρυθμό αύξησης των κερδών ανά μονάδα προϊόντος, ακολουθούμενος από τον τομέα της βιομηχανίας (εκτός κατασκευών).
Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση των περιθωρίων κέρδους, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, γεγονός που ενδεχομένως αντικατοπτρίζει αλλαγές που επέφεραν στις τιμολογιακές στρατηγικές τους οι επιχειρήσεις του συγκεκριμένου τομέα προκειμένου να διασφαλίσουν την κερδοφορία τους.
Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων υποδηλώνουν ότι μια προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού των τιμών των εισαγομένων προκαλεί εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις και δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς αυξάνεται το κόστος παραγωγής των εγχώριων επιχειρήσεων. Ωστόσο, το μέγεθος και η επιμονή του πληθωρισμού εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη δυσκαμψιών στους πραγματικούς μισθούς.
Οι οικονομίες που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό δυσκαμψίας των πραγματικών μισθών αντιμετωπίζουν ισχυρότερες και πιο επίμονες πληθωριστικές πιέσεις συγκριτικά με τις οικονομίες που χαρακτηρίζονται από χαμηλότερο βαθμό δυσκαμψίας των πραγματικών μισθών.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις στις χώρες με υψηλό βαθμό δυσκαμψίας των μισθών αδυνατούν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής μειώνοντας το εργατικό κόστος, με αποτέλεσμα να μετακυλίεται μεγάλο μέρος του αυξημένου κόστους παραγωγής στις τελικές τιμές.
Αντιθέτως, στις οικονομίες με χαμηλό βαθμό δυσκαμψίας των πραγματικών μισθών, οι επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση των αυξημένων τιμών των εισαγομένων, με αποτέλεσμα να μετριάζεται τόσο η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων όσο και οι αρνητικές επιδράσεις στην παραγωγή και την απασχόληση.
Στυλιανή Μπέλλη και Νικόλαος Χαριτάκης: «Η μέτρηση των διεθνών επενδύσεων μέσω των στατιστικών ΞΑΕ: διάρθρωση και αποτελέσματα της ετήσιας έρευνας ξένων άμεσων επενδύσεων της Τράπεζας της Ελλάδος»
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) αποτελούν βασικό στοιχείο της διεθνούς οικονομίας. Λειτουργούν ως μέσο δημιουργίας άμεσων, σταθερών και μακροχρόνιων δεσμών μεταξύ των οικονομιών, οι οποίοι υπό τις κατάλληλες συνθήκες μπορούν να ενισχύσουν την επιχειρηματική ανάπτυξη και να συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τόσο της οικονομίας υποδοχής όσο και της οικονομίας προέλευσης της επένδυσης.
Ταυτόχρονα, μέσω των δραστηριοτήτων πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι ΞΑΕ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά πολλών παγκόσμιων αλυσίδων αξίας που διασυνδέουν την παραγωγή των διαφόρων χωρών, αλλά και σημαντικό κανάλι για τη διασυνοριακή ανταλλαγή κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και γνώσεων.
Ως εκ τούτου, οι αξιόπιστες και υψηλής ποιότητας στατιστικές ΞΑΕ είναι κρίσιμες για τη χάραξη πολιτικής και την παρακολούθηση της πορείας της παγκοσμιοποίησης.
Η συλλογή και η κατάρτιση στατιστικών ΞΑΕ βασίζεται στις στατιστικές έρευνες που διενεργούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με τη στατιστική μεθοδολογία που ορίζει ο ΟΟΣΑ.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980 ο ΟΟΣΑ είχε υιοθετήσει έναν «Ορισμό αναφοράς για τις άμεσες ξένες επενδύσεις», ο οποίος παρείχε ένα ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων για τη βελτίωση των στατιστικών μέτρων για τις ξένες άμεσες επενδύσεις.
Έκτοτε, καθώς οι δομές χρηματοδότησης των πολυεθνικών επιχειρήσεων συνέχισαν να εξελίσσονται σε μια ολοένα πιο παγκοσμιοποιημένη αγορά και καθώς τα στατιστικά μέτρα έπρεπε να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και χρηματοοικονομικές πραγματικότητες, το 2008 ο ΟΟΣΑ συνέταξε την τέταρτη έκδοση του ορισμού αναφοράς για τις ξένες άμεσες επενδύσεις (Benchmark Definition of Foreign Direct Investment – BMD4), ο οποίος είναι πλέον το παγκόσμιο πρότυπο για τις στατιστικές ΞΑΕ.
Αυτή η έκδοση είναι πλήρως συμβατή με τις βασικές έννοιες και τους ορισμούς της έκτης έκδοσης του Εγχειριδίου Ισοζυγίου Πληρωμών και Διεθνούς Επενδυτικής Θέσης (Balance of Payments and International Investment Position Manual – BPM6) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών BMD4 βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα των στατιστικών ΞΑΕ, καθώς παρέχει πιο ουσιαστικά κριτήρια για τη μέτρησή τους και επιτρέπει στις στατιστικές ΞΑΕ να συμβάλλουν στην ανάλυση των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας και της παγκοσμιοποίησης γενικότερα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διενέργεια στατιστικών ερευνών για τις ξένες άμεσες επενδύσεις, με στόχο την ορθή εφαρμογή των διεθνών προτύπων, αποτελεί σημαντικό έργο για τη στατιστική κοινότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, σκοπός της μελέτης είναι να περιγράψει τη μεθοδολογία, τη στατιστική διαδικασία και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ετήσια έρευνα ΞΑΕ της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι συγγραφείς κάνουν κατ’ αρχάς εκτενή αναφορά στον ορισμό αναφοράς του ΟΟΣΑ, ο οποίος θέτει τα παγκόσμια πρότυπα για την κατάρτιση στατιστικών ΞΑΕ, συμπεριλαμβανομένων των βασικών εννοιών και ορισμών, των επιμέρους υποκατηγοριών και των μεθόδων εκτίμησης των ΞΑΕ, της δομής ιδιοκτησίας πολυεθνικών ομίλων και, τέλος, της κατάρτισης στατιστικών ΞΑΕ ανά χώρα προέλευσης και χώρα υποδοχής και ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης άμεσης επένδυσης.
Στη συνέχεια, παρουσιάζουν αναλυτικά το περιεχόμενο των ερωτηματολογίων και τη στατιστική διαδικασία προετοιμασίας της ετήσιας έρευνας ΞΑΕ, που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος βάσει των συστάσεων του εγχειριδίου του ΟΟΣΑ.
Συγκεκριμένα, κάνουν αναφορά στον καθορισμό του πληθυσμού των αναγγελλόντων στην έρευνα ΞΑΕ (FDI population frame), περιγράφουν το περιεχόμενο των ερωτηματολογίων της έρευνας (survey structure) και τα μέτρα που λαμβάνονται για τον περιορισμό είτε της μη ανταπόκρισης από τις στατιστικές μονάδες (unit non-response) είτε της μη ανταπόκρισης σε επιμέρους αιτούμενα στατιστικά στοιχεία (item non-response) και αναφέρονται στους ελέγχους που διενεργούνται για τη συνέπεια μεταξύ ροών και αποθεμάτων ΞΑΕ.
Τέλος, τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την έρευνα ΞΑΕ παρουσιάζονται σε επίπεδο αποθεμάτων ανά χώρα και ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.
Μαριάνθη Αναστασάτου: «Προβλέψεις δυνητικού προϊόντος για την Ελλάδα»
Η άσκηση της νομισματικής πολιτικής βασίζεται στην αξιολόγηση της κατάστασης της οικονομίας, που συχνά ορίζεται ως η απόκλιση της οικονομικής δραστηριότητας από τη μακροχρόνια τάση.
Ωστόσο, η μακροχρόνια τάση της οικονομικής δραστηριότητας είναι μη παρατηρήσιμη, δηλαδή δεν μπορεί να μετρηθεί άμεσα, αλλά πρέπει να εξαχθεί από τα διαθέσιμα δεδομένα. Για τη μέτρηση ή αξιολόγηση της τάσης αυτής χρησιμοποιείται το δυνητικό προϊόν και το παραγωγικό κενό.
Το δυνητικό προϊόν δείχνει την παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας, δηλαδή το μέγιστο επίπεδο παραγωγής που μπορεί να επιτευχθεί δεδομένων των συντελεστών παραγωγής και τεχνολογίας και της δομής της οικονομίας, χωρίς να δημιουργούνται πληθωριστικές πιέσεις.
Καθορίζεται από την πλευρά της προσφοράς μιας οικονομίας και δείχνει τις προοπτικές της για μακροπρόθεσμη, βιώσιμη και μη πληθωριστική οικονομική μεγέθυνση. Διαφέρει από το ΑΕΠ, το οποίο δείχνει την πραγματική παραγωγή μιας οικονομίας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Το παραγωγικό κενό, που ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της πραγματικής παραγωγής και του δυνητικού της επιπέδου, είναι ένα μέτρο της υπερθέρμανσης ή της χαλάρωσης στην οικονομία και μαζί με το δυνητικό προϊόν αποτελούν χρήσιμους δείκτες για την αξιολόγηση της κυκλικής θέσης μιας οικονομίας.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης, η οικονομική δραστηριότητα αυξάνεται σε επίπεδα υψηλότερα του δυνητικού προϊόντος. Σε αυτή την κατάσταση η οικονομία λέγεται πως έχει θετικό παραγωγικό κενό και η αυξημένη ζήτηση ασκεί πίεση στις τιμές.
Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της ύφεσης το ΑΕΠ είναι σε επίπεδο χαμηλότερο του δυνητικού προϊόντος και ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται.
Κατά μέσο όρο το ΑΕΠ έλκεται προς το δυνητικό προϊόν και ο πληθωρισμός τείνει να σταθεροποιηθεί. Μακροπρόθεσμα, το πραγματικό προϊόν κινείται παράλληλα με το δυνητικό προϊόν και, ως εκ τούτου, το δυνητικό προϊόν είναι ένας δείκτης των μελλοντικών προοπτικών μιας οικονομίας.
Στη μελέτη παρουσιάζεται η μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος για την εκτίμηση του ελληνικού δυνητικού προϊόντος και του παραγωγικού κενού, καθώς και του κενού της ανεργίας (της διαφοράς μεταξύ του πραγματικού ποσοστού ανεργίας και της τάσης του).
Χρησιμοποιείται μια δημοφιλής μεθοδολογία, η μέθοδος της συνάρτησης παραγωγής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παραγωγή στο σύνολο της οικονομίας περιγράφεται από μια συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas με δύο παραγωγικούς συντελεστές, κεφάλαιο και εργασία, και παραγωγικότητα.
Επιπλέον, απαιτείται η χρήση στατιστικών και οικονομετρικών εργαλείων, καθώς και συνδυασμός υποθέσεων σχετικά με τις επικρατούσες οικονομικές σχέσεις και τη μελλοντική εξέλιξη κάποιων μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.
Μεσοπρόθεσμα, ο ρυθμός μεταβολής του δυνητικού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται στο 1,9%. Θετική συνεισφορά αναμένεται να έχει η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και το κεφάλαιο, ενώ οι αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις θα επιβαρύνουν σύντομα την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.
Προς το τέλος του ορίζοντα πρόβλεψης, η θετική συνεισφορά του κεφαλαίου σχεδόν εξουδετερώνεται από την αρνητική συνεισφορά της εργασίας. Άρα ο ρυθμός αύξησης του δυνητικού προϊόντος καθορίζεται κυρίως από το ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.
Με άλλα λόγια, η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα θα είναι βιώσιμη εφόσον υπάρχει μια διαρκής βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας. Αυτό το εύρημα τονίζει την ανάγκη να συνεχιστεί η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η μελέτη ολοκληρώνεται παρουσιάζοντας εν συντομία τις δυσκολίες της εκτίμησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών.
Υπάρχουν πολλές πηγές αβεβαιότητας που σχετίζονται με την εκτίμηση του δυνητικού προϊόντος, μεταξύ των οποίων οι αναθεωρήσεις των μακροοικονομικών δεδομένων, οι μεθοδολογικές επιλογές, οι διάφορες υποθέσεις, καθώς και η δυσκολία να εκτιμηθεί κατά πόσον οι τρέχουσες εξελίξεις οφείλονται σε κυκλικούς ή διαρθρωτικούς παράγοντες.
Επιπλέον, οι προβλέψεις αναπόφευκτα αντανακλούν την κρίση των ειδικών.
Επομένως, νέες πηγές δεδομένων, νέες πληροφορίες για την οικονομία ή πολιτικές αλλαγές μαζί με τις εξελίξεις της σχετικής βιβλιογραφίας υποδηλώνουν ότι η μεθοδολογία πρόβλεψης του δυνητικού προϊόντος πρέπει να προσαρμόζεται περιοδικά.
Διαβάστε επίσης:
Χρήστος Μεγάλου: Aναγoρεύθηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Χάρης Καρώνης: Έχασε η JP Morgan, εμείς δεν πουλάμε και πάμε για… Nasdaq
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Γερμανία: Καταψηφίστηκε το νομοσχέδιο της CDU για την μετανάστευση
- Παπαστεργίου: Στο υπουργικό συμβούλιο το νομοσχέδιο για τη διακυβέρνηση των δεδομένων του Δημοσίου
- S&P: Αναβάθμισε τις ελληνικές τράπεζες – Σε επενδυτική βαθμίδα Εθνική και Eurobank
- Γαλλία: Απορρίπτει την κριτική της Ουάσινγκτον ότι υστερεί στις δαπάνες για την άμυνα