Οι ελληνικές επιχειρήσεις –όπως εν γένει οι επιχειρήσεις του ευρωπαϊκού νότου- είναι περισσότερο ευάλωτες στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, γεγονός που καθιστά ευάλωτες και τις τράπεζες.

Αυτό αναφέρεται στην Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας Ελλάδος, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και υπογραμμίζεται πως «όσο πιο συγκεντρωμένη είναι η δραστηριότητα και τα ανοίγματα μιας τράπεζας σε γεωγραφικές περιοχές ή/και κλάδους της οικονομίας που είναι ευάλωτοι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τόσο μεγαλύτερος εκτιμάται ότι είναι και ο κίνδυνος (φυσικός και μετάβασης) που αναλαμβάνει μια τράπεζα».

Βέβαια η Εκθεση της ΤτΕ επισημαίνει πως η κλιματική αλλαγή μπορεί και να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τις τράπεζες μέσα από τη χρηματοδότηση βιώσιμων δραστηριοτήτων και έργων προσαρμογής και μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Προς το παρόν όμως το έλλειμμα που υπάρχει σε ότι αφορά κοινά αποδεκτούς κανόνες και κριτήρια –διεθνως- ώστε να μπορούν να εντοπιστούν και να αποτιμηθούν αξιόπιστα εκείνες οι επενδύσεις που είναι ευθυγραμμισμένες με τους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δυνητικά δυσχεραίνει την αύξηση της αναγκαίας χρηματοδότησης. Παράλληλα, αυξάνεται και ο κίνδυνος για χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με μια οικονομία χαμηλών εκπομπών και ο κίνδυνος περιβαλλοντικού ξεπλύματος ‘greenwashing’.

Και οι τράπεζες καλούνται να ενσωματώσουν και να σταθμίσουν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή και έχουν μεγάλη διάχυση, καθώς:

-μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους,

-να οδηγήσουν σε απομείωση της αξίας των εξασφαλίσεων/ ενεχύρων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ενισχύοντας περαιτέρω τις ζημίες ή/και περιορίζοντας την πιστωτική επέκταση.

-να επηρεάσουν την αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, όταν ο κλιματικός κίνδυνος δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί πλήρως στις τιμές των ανοιγμάτων (π.χ. ζημίες από την υποχώρηση των τιμών των εταιρικών ομολόγων μετά από μια φυσική καταστροφή ή νέους κανονισμούς που πλήττουν το λειτουργικό και επιχειρηματικό μοντέλο μιας επιχείρησης).

-να δυσκολέψουν την πρόσβαση των τραπεζών σε σταθερές πηγές χρηματοδότησης, καθώς η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να επηρεάσει τις ροές των καταθέσεων/ πιστώσεων, αλλά και τις διακρατήσεις τίτλων (fire sales).

Μία φυσική καταστροφή μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τη λειτουργία των φυσικών εγκαταστάσεων των τραπεζών. Επιπλέον, ο νομικός κίνδυνος και ο κίνδυνος φήμης μιας τράπεζας μπορεί να αυξηθούν σε περίπτωση χρηματοδότησης δραστηριοτήτων με υψηλό επίπεδο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου καθώς και στο λεγόμενο «περιβαλλοντικό ξέπλυμα», για παράδειγμα μέσω των προϊόντων που μπορεί να προωθεί μια τράπεζα στους πελάτες της ως βιώσιμα, ενώ οι πραγματικές επιδόσεις αυτών των επενδύσεων δεν είναι ευθυγραμμισμένες με βιώσιμους στόχους (το greenwashing).

Το stress test της κλιματικής αλλαγής

Με την απειλή να είναι ορατή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον περασμένο Σεπτέμβριο δημοσίευσε τα αποτελέσματα του πρώτου stress test για την κλιματική αλλαγή.

Στόχος της άσκησης ήταν να εξετάσει την ανθεκτικότητα 4.000.000 επιχειρήσεων από όλο τον κόσμο και 1.600 τραπεζών από τη ζώνη του ευρώ με βάση τρία σενάρια που διαφέρουν ως προς τα επίπεδα φυσικού κινδύνου και κινδύνου μετάβασης σε χρονικό ορίζοντα 30 ετών, για ένα Πράσινο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα.

-Στο ευνοϊκό σενάριο –της συντεταγμένης μετάβασης-, λαμβάνονται εγκαίρως μέτρα και ακολουθούνται πολιτικές που περιορίζουν επιτυχώς την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, όπως προβλέπει ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων για μείωση «αρκετά κάτω» από τους 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100.

-Το σενάριο άτακτης μετάβασης εξετάζει τον αντίκτυπο μιας καθυστερημένης και απότομης εφαρμογής κλιματικών πολιτικών

-Το δυσμενές σενάριο -σενάριο του παγκόσμιου θερμοκηπίου-, εξετάζει τον αντίκτυπο που θα είχε η μη εφαρμογή νέων πολιτικών για το κλίμα (αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά τουλάχιστον 3 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα).

Το συμπέρασμα είναι ότι η κλιματική αλλαγή θα αποτελέσει μείζονα πηγή συστημικού κινδύνου και, εάν δεν μετριαστεί, οι επιπτώσεις της θα «κτυπήσουν» με μεγαλύτερη σφοδρότητα συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, όπως για παράδειγμα τα κράτη της Νότιας Ευρώπης, και εκείνες τις τράπεζες των οποίων τα χαρτοφυλάκια επικεντρώνονται σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας (π.χ. ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και εξορυκτικές δραστηριότητες).

Και σε περίπτωση παντελούς έλλειψης πολιτικών και μέτρων για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ στην Ευρώπη κατά 6% το 2050.

Ειδικότερα για τον τραπεζικό κλάδο, διαπιστώθηκε ότι:

– Το μέσο χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικών δανείων μιας τράπεζας στη ζώνη του ευρώ έχει 7% μεγαλύτερες πιθανότητες αθέτησης το 2050 στο δυσμενές σενάριο από ό,τι στο σενάριο συντεταγμένης μετάβασης.

– Τα χαρτοφυλάκια που είναι πιο ευάλωτα στον κλιματικό κίνδυνο έχουν 30% μεγαλύτερες πιθανότητες αθέτησης το 2050 σε σχέση με το 2020 στο δυσμενές σενάριο.

-Οι σημαντικές τράπεζες έχουν 50% μεγαλύτερα ανοίγματα σε επιχειρήσεις που είναι πολύ ευάλωτες στον κλιματικό κίνδυνο, σε σχέση με τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες.

– Το 4% του δείγματος των τραπεζών χρηματοδοτεί επιχειρήσεις, των οποίων οι δραστηριότητες αντιστοιχούν στο 45% των εκπομπών ρύπων (το 1/3 εκ των οποίων βρίσκεται στην Ιταλία, ενώ το ήμισυ βρίσκεται στη Γερμανία και τη Γαλλία).

Τα αποτελέσματα και η μεθοδολογία της εν λόγω άσκησης θα ληφθούν

υπόψη και στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων όσον αφορά το κλίμα που θα πραγματοποιηθεί το 2022 για τα πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες.

Διαβάστε επίσης

TτΕ: Εξαιρετικά ευοίωνες οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη και το 2022 – Οι προκλήσεις για τις τράπεζες