ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η γερμανική Deutsche Bank προχώρησε σε αύξηση στις τιμές στόχους για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς οι ισχυρές επιδόσεις τους σε ετήσια βάση αντικατοπτρίζουν την ταχεία αλλαγή του κλίματος των επενδυτών και την ισχυρή συσσώρευση κεφαλαίου. «Η τοποθέτηση της ΕΤΕ θα μπορούσε να αποτελέσει νέο ορόσημο για την αντίληψη της αγοράς. Ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν παρουσιάσει ισχυρές επιδόσεις κερδών το τελευταίο διάστημα, σε συνδυασμό με τη σημαντική ενίσχυση των ισολογισμών τους, οι επιδόσεις των μετοχών τους ήταν πολύ πιο υποτονικές από το καλοκαίρι.
Οι λόγοι για αυτό μπορεί να είναι πολλαπλοί:
- i) η ήδη ισχυρή φετινή απόδοση η οποία μας είχε ήδη ωθήσει να υποβαθμίσουμε την ΕΤΕ και την Πειραιώς σε διακράτηση στα τέλη Ιουνίου και
- ii) το γεγονός ότι οι όγκοι συναλλαγών έχουν συρρικνωθεί σημαντικά, πιθανώς εν αναμονή των κινήσεων από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για να τοποθετήσει μέρος των συμμετοχών του, ιδίως το 40% στην ΕΤΕ», εκτιμά ο αναλυτής Alfredo Alonso της γερμανικής τράπεζας.
«Πιστεύουμε ότι ο συνδυασμός των ισχυρών παραδόσεων και του τέλους των ανησυχιών μετά την πλήρη αποεπένδυση στη Eurobank και την Alpha Bank (που πωλήθηκε στην UCG), σε συνδυασμό με την πρόσφατη τοποθέτηση του 22% της ETE,θα είναι καταλυτικός. Οι επενδυτές φαίνεται να είναι περισσότερο από πρόθυμοι να απορροφήσουν τα νέα χαρτιά στην αγορά. Συνολικά, η υψηλή ζήτηση για την τοποθέτηση της ΕΤΕ (8 φορές) δείχνει ότι οι δυνητικές επενδύσεις σε ελληνικές τράπεζες έχουν καθυστερήσει τους τελευταίους μήνες. Επιπλέον, το αποτέλεσμα αυτής της τοποθέτησης θα πρέπει να είναι θετικό, όχι μόνο για την ΕΤΕ, αλλά και γενικότερα, καθώς όχι μόνο έχει μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος υπερκάλυψης, αλλά θα πρέπει να υπάρξει και ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, οδηγώντας σε αύξηση των συναλλαγών. Αυτό μπορεί να βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να προσελκύσουν σταδιακά μεγαλύτερους επενδυτές (ιδίως long-only), ασκώντας ενδεχομένως κάποια θετική πίεση στις τιμές των μετοχών», προβλέπει ο γερμανικός οίκος.
«Συνολικά, αναμένουμε ότι οι σταθερές επιδόσεις θα συνεχιστούν, με το καθαρό έσοδο από τόκους να είναι πιθανό να κορυφωθεί το 4ο τρίμηνο ή το 1ο τρίμηνο του 2024 λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, ενώ θα είναι ανθεκτικό στη συνέχεια χάρη στην αύξηση των χορηγήσεων. Επιπλέον, το κόστος θα πρέπει να παραμείνει υπό έλεγχο, με τους δείκτες αποδοτικότητας σε υψηλά επίπεδα, ενώ οι προβλέψεις θα πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται σταδιακά λόγω της βελτίωσης της ποιότητας, οδηγώντας σε αποδόσεις που θα είναι αρκετά ευθυγραμμισμένες με εκείνες των τραπεζών στην Ευρώπη, παρά τα επίπεδα CET1 που αναμένεται να φτάσουν το 15-18% έως το 2024», προβλέπει ο αναλυτής της DB.
«Ως αποτέλεσμα, αυξάνουμε τις προβλέψεις μας ώστε να αντανακλούν τις βελτιωμένες προβλέψεις (κυρίως λόγω του NII και των συνολικά σταθερών επιδόσεων σε άλλες γραμμές), αυξάνοντας τις τιμές στόχους, διατηρώντας παράλληλα τις περισσότερες από τις αξιολογήσεις μας αμετάβλητες. Εξαίρεση αποτελεί η ΕΤΕ, την οποία αναβαθμίζουμε σε Buy και αυξάνουμε την τιμή στόχο σε €8,30 από €7,10, καθιστώντας την κορυφαία επιλογή μας στην Ελλάδα. Διατηρούμε συστάσεις Buy για τη Eurobank αφενός, με την τιμή στόχο να αυξάνεται σε €2,40 από €2,05 και την Alpha Bank αφετέρου, με την τιμή στόχο να αυξάνεται σε €2,15 από €2,00, ενώ διατηρούμε τη σύστασή μας στη διαβάθμιση Hold για την Τράπεζα Πειραιώς με την τιμή στόχο αυξημένη σε €3,95 από €3,30, δεδομένης της χαμηλότερης δυναμικής ανόδου σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, παρά τις εξαιρετικές παραδόσεις της», εξηγεί ο Alfonso.
Το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες αναδείχθηκε και στο συνέδριο της J.P. Morgan στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα σε Νέα Υόρκη και Βοστώνη ανάμεσα σε επενδυτές και την JPM, με τα βασικά θέματα να αφορούν τις τράπεζες της Ελλάδας, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Τουρκίας.
«Αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες, οι εγχώριες μετοχές αποτέλεσαν σαφές επίκεντρο των συζητήσεών μας. Ένα μεγάλο μέρος αυτών που συναντήσαμε έχουν ήδη επενδύσει και όσοι δεν κατέχουν μετοχές φάνηκαν πρόθυμοι να αποκτήσουν έκθεση και το κλίμα ήταν γενικά θετικό. Δεχτήκαμε αρκετές ερωτήσεις σχετικά με τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και την ευαισθησία για τα χαμηλότερα επιτόκια, το οποίο είναι μια ένδειξη ότι η εστίαση μετατοπίζεται στους κινδύνους της πρώτης γραμμής μετά από τις πολύ ισχυρές επιδόσεις φέτος», επισημαίνει το δίδυμο Mehmet Sevim και Samuel Goodacre της J.P. Morgan Securities Plc.
“Πόσο ανησυχούμε για την ευαισθησία της ανώτατης γραμμής σε χαμηλότερα επίπεδα επιτοκίων;”, ήταν το βασικό ερώτημα των συζητήσεων αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες. Η απάντηση που δόθηκε ήταν ότι καθώς ο κύκλος αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) που καθοδηγείται από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) πλησιάζει πλέον το τελικό στάδιο, ορισμένοι επενδυτές ανησυχούσαν για την πάνω γραμμή των τραπεζών και την πορεία από εδώ και πέρα, υποστηρίζοντας ότι ορισμένοι από τους ίδιους παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη αύξηση του NII του τομέα (+51% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση στο εννεάμηνο φέτος) μπορεί να το οδηγήσουν σε πίεση και πάλι όταν ο κύκλος των επιτοκίων γυρίσει.
«Σε γενικές γραμμές συμφωνούμε με αυτή την αφήγηση, λαμβάνοντας υπόψη τις δομές δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και τις σχετικά περιορισμένες διαρθρωτικές αντισταθμίσεις στην Ελλάδα, αλλά πιστεύουμε ότι η επιτάχυνση της αύξησης του όγκου και οι σχετικά χαμηλές πιέσεις στο κόστος καταθέσεων θα διατηρήσουν το NII υποστηριγμένο. Όσον αφορά τον όγκο των δανείων, μετά από ένα αδύναμο εννεάμηνο φέτος, θεωρούμε ότι είναι δυνατή μια ορατή βελτίωση μέχρι το 2024, όταν οι εταιρικές αποπληρωμές μειωθούν και ‘παίρνουμε παρηγοριά’ από τα ανθεκτικά νέα δάνεια και τις νέες εκταμιεύσεις, οι οποίες τείνουν πλέον στο 14% περίπου του ΑΕΠ ετησίως από 7% περίπου το 2018. Βλέπουμε το NII του τομέα σε γενικές γραμμές αμετάβλητο το επόμενο έτος και μειωμένο κατά 5% το 2025 με το παρεμβατικό επιτόκιο (DFR) της ΕΚΤ στο 2,5% στο 2025, και είμαστε 8% και 6% πάνω από τις εκτιμήσεις του consensus των αναλυτών του Bloomberg, κατά μέσο όρο. Προβλέπουμε το δείκτη αποδοτικότητας RοTE του τομέα στο 11,5% το 2025 (για τα έτη 2023-2025 ο μέσος όρος είναι 13%) με σχετικά συντηρητικές παραδοχές, με ανοδικό κίνδυνο ιδίως από την αναμενόμενη προς τα κάτω εξομάλυνση του κόστους κινδύνου, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της διοίκησης, έναντι στις τρέχουσες εκτιμήσεις μας για 0,8%-1,0%», συμπεραίνουν οι Mehmet Sevim και Samuel Goodacre.
Alpha Finance & Pantelakis Securities ξεκινάνε με θετικές συστάσεις για την Optima Bank
H Alpha Finance και η Pantelakis Securities ξεκινούν με συστάσεις ‘αγοράς’ και τιμή στόχο στα €9,10 και «υπεραπόδοσης» με τιμή στόχο τα €10, αντίστοιχα. Για την Alpha Finance, η τιμή στόχος στα €9,10 ανά μετοχή, αντανακλά ένα δείκτη αποτίμησης 1,2 φορές σε όρους P/TBV και 5,6 φορές τον δείκτη P/E για το 2024.
«Αναμένουμε ότι η Optima Bank θα ξεκινήσει πληρωμές μερισμάτων κατά τη διάρκεια του 2024 (από τα κέρδη του 2023) με μερισματική απόδοση περίπου 6% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, υποδηλώνοντας συνολική απόδοση περίπου 33%. Είμαστε της άποψης ότι ο όμιλος είναι σε καλή θέση για να επωφεληθεί από την τρέχουσες ευνοϊκές συνθήκες στην ελληνική αγορά και να επιτύχει υψηλή κερδοφορία κατά τα επόμενα χρόνια», εκτιμά η AF.
Από το rebranded/re-launch στα τέλη του 2019, η Optima διατήρησε μια σαφή εστίαση στην εξυπηρέτηση επιχειρήσεων μεσαίου (€2,5-50 εκατ. πωλήσεις ετησίως) και μεγάλου μεγέθους, προσελκύοντας μια βάση εύπορων πελατών (ρευστά διαθέσιμα πάνω από 50 χιλ. ευρώ), με την προσφορά της να επικεντρώνεται γύρω από την εξυπηρέτηση, τη βελτιωμένη διαδικασία και τη σωστή τιμολόγηση. Η Optima δεν επιβαρύνεται από ζητήματα κληρονομιάς κόκκινων δανείων και είναι σε θέση να στοχεύσει σε τμήματα της αγοράς που, είτε παραβλέπονται εντελώς, είτε εξυπηρετούνται ανεπαρκώς από τις τέσσερεις συστημικές τράπεζες.
Η Pantelakis Securities χαρακτηρίζει την περίπτωση της Optima Bank «μια σπάνια, ελκυστικά κοστολογημένη ιστορία τραπεζικής ανάπτυξης» και ξεκινά την κάλυψη της μετοχής της με τιμή στόχο τα €10 και overweight. «Η Optima Bank είναι ένας ευέλικτος νεοεισερχόμενος όμιλος στον πολλά υποσχόμενο εγχώριο τραπεζικό τομέα, με σαφή εστίαση σε εταιρικούς/πλούσιους πελάτες. Προβλέπουμε 42% ετήσια αύξηση στα καθαρά έσοδα την περίοδο 2022-2025 λόγω της αύξησης των χορηγήσεων, με 20-29% αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων», επισημαίνει η PS.
Η Optima Bank είναι ένας σχετικά νέος παίκτης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, που δραστηριοποιείται ως εμπορική τράπεζα από το 2019. Έχοντας μια έμπειρη ομάδα στη διοίκηση, η τράπεζα αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, διατηρώντας παράλληλα ένα σταθερό ισολογισμό με άνετη ρευστότητα (δείκτης L/D στο 73%), καθαρή βάση ενεργητικού (NPE δείκτης στο 0,5%) και σταθερά εποπτικά κεφάλαια (pro forma CET1 στο 18,8%) μετά από μια επιτυχημένη δημόσια εγγραφή στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
«Προβλέπουμε για την Optima Bank τον διπλασιασμό του δανειακού της χαρτοφυλακίου και την επίτευξη μεριδίου αγοράς 2,6% στις χορηγήσεις μέχρι το 2025, επιτυγχάνοντας 42% αύξηση καθαρών κερδών και διατήρηση του RoTE σε υψηλά επίπεδα με 29% το 2023 πέφτοντας σε ένα πιο βιώσιμο 20% έως το 2025, καθώς τα επιτόκια ομαλοποιούνται. Η αξία του χαρτοφυλακίου συσσωρεύεται παρά την υποτιθέμενη διανομή μερισμάτων σε ποσοστό 30-35%. Η πρόσφατη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και η οργανική κερδοφορία θα είναι αρκετές όχι μόνο για να διευκολύνουν μια τόσο ισχυρή αύξηση του δανεισμού αλλά και να αφήσουν το συνολικό κεφάλαιο κατά 4% πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις», επισημαίνει η χρηματιστηριακή.
Διαβάστε επίσης
Deutsche Bank: Αυξάνει τις τιμές στόχους των τραπεζών – Τα θετικά μηνύματα από τα placements
Τράπεζες: Ισχυρά αποτελέσματα και θετικές προοπτικές για το δ΄ τρίμηνο
Εθνική: Πώς βλέπουν τα αποτελέσματα τρίτου τριμήνου οι Deutsche Bank, ΑΧΙΑ, Optima Bank
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Κυριάκος Μητσοτάκης: Τη Δευτέρα το μεσημέρι θα συμμετάσχει στην εκδήλωση του Bloomberg στην Αθήνα
- Πολυτεχνείο: Σε εξέλιξη η μεγάλη πορεία στην Αθήνα(Upd)
- Τα νέα πονταρίσματα των αναλυτών σε ΔΕΗ, ΟΤΕ και Motor Oil
- Χριστίνα Αλεξοπούλου για διαγραφή Σαμαρά: «Ανθέλληνες υπάρχουν πολλοί, Σαμαράς όμως ένας!»