Μεικτές τάσεις σε ό,τι αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους, αύξηση δανείων για δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) σε όλες τις τράπεζες σε τριμηνιαία βάση και διαμόρφωση του βασικού δείκτη κεφαλαίων CET1 στη ζώνη του 13,8%17,3%, αποκαλύπτουν τα αποτελέσματα τετάρτου τριμήνου του εγχώριου τραπεζικού τομέα, σύμφωνα με την «ακτινογραφία» που έκανε σε αυτά η Euroxx.

Αναλυτικότερα, όπως επισημαίνει η χρηματιστηριακή, ο μετασχηματισμός του τραπεζικού κλάδου επιταχύνεται μέσω του «Ηρακλή ΙΙ» και των ενεργειών στις οποίες προχωρούν οι τράπεζες προκειμένου να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους. Την ίδια ώρα, η κερδοφορία επιβαρύνθηκε από την εμπροσθοβαρή καταγραφή του κόστους των τιτλοποιήσεων στις οποίες προχωρούν και των προβλέψεων που λαμβάνονται λόγω Covid19, η οποία και αντισταθμίζει τη βελτίωση που καταγράφεται σε επίπεδο κερδών προ προβλέψεων.

Αναλυτικότερα, τα αποτελέσματα δ’ τριμήνου έδειξαν τα εξής:

➢Σε ό,τι αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους καταγράφηκαν μεικτές τάσεις, με αύξηση για την Εθνική Τράπεζα (+3,1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο) και την Alpha Bank (+1,6% σε τριμηνιαία βάση) χάρη στη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου των εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και τα οφέλη σε χρηματοδοτικό επίπεδο από την αυξημένη έκθεση σε στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO), όπως και από την επανατιμολόγηση των προθεσμιακών καταθέσεων. Στην περίπτωση της Eurobank (0,6% σε τριμηνιαία βάση) και της Πειραιώς (0,4% σε τριμηνιαία βάση), η απομόχλευση αντισταθμίστηκε σχεδόν πλήρως από το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης (από τη μείωση του κόστους καταθέσεων και την αξιοποίηση πράξεων TLTRO), καθώς και τη συνεισφορά νέων δανείων.

Την ίδια περίοδο, καταγράφηκε αύξηση της παραγωγής εσόδων από προμήθειες, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, σε όλες τις τράπεζες (πλην της Alpha Bank όπου κινήθηκαν πτωτικά κατά 1,2%) χάρη στην αύξηση των προμηθειών από κάρτες, bancassurance και asset management.

Οι λειτουργικές δαπάνες καταγράφονται αυξημένες (σε επαναλαμβανόμενη βάση) για όλες τις τράπεζες κυρίως λόγω εποχικότητας και του κόστους των προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου.

Ως αποτέλεσμα, τα κέρδη προ προβλέψεων από τις βασικές δραστηριότητες αυξήθηκαν σε τριμηνιαία βάση για την ΕΤΕ και τη Eurobank κατά 0,1% και 0,8% αντίστοιχα, κυρίως χάρη στην αύξηση των εσόδων από τις βασικές δραστηριότητες. Αντιθέτως, Alpha και Πειραιώς εμφάνισαν επιδείνωση στα κέρδη προ προβλέψεων από βασικές δραστηριότητες κατά 3% και 6% σε επίπεδο τριμήνου.

Το ίδιο διάστημα, καταγράφηκε αύξηση των απομειώσεων για δάνεια σε όλες τις τράπεζες άνω του 100% σε τριμηνιαία βάση (με εξαίρεση τη Eurobank 6,2% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο) εξαιτίας της επιπτώσεων της πανδημίας Covid19 και του κόστους των τιτλοποιήσεων, ενώ το κόστος κινδύνου (για τα μέσα καθαρά δάνεια) διαμορφώθηκε σε 1,66,2% (με την ΕΤΕ στον άνω άκρο).

➢Καταγράφηκε αύξηση ακαθάριστων δανείων για τη Eurobank και την Πειραιώς κατά περίπου 0,42,4% σε τριμηνιαία βάση χάρη στα κρατικά προγράμματα και μείωση για την Alpha Bank και την ΕΤΕ (λόγω της μεταβίβασης του Frontier) κατά 0,04%15,7%. Σε όλες τις τράπεζες καταγράφηκαν εισροές καταθέσεων 0,73,2 δισ. ευρώ στην Ελλάδα και η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα διαμορφώθηκε σε 41,4 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020.

➢Επιπλέον, όλες οι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν το απόθεμα των NPEs τους, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, λόγω αρνητικού σχηματισμού σε οργανική βάση, αλλά και χάρη στις κατευθυντήριες γραμμές της EBA σχετικά με τα μορατόρια, οι οποίες ξεκαθαρίζουν ότι οι γενικευμένες καθυστερήσεις πληρωμών λόγω μορατορίων σε επίπεδο πολιτείας ή ολόκληρου του κλάδου δεν οδηγούν σε αυτόματη ταξινόμηση των ανοιγμάτων ως μη μη εξυπηρετούμενων ή απίθανο να πληρωθούν (η εφαρμογή της οδηγίας αυτής είχε πάρει παράταση μέχρι τον Μάρτιο για να μπορέσουν οι τράπεζες να διαχειριστούν το δεύτερο κύμα της Covid19). Σημειώνεται ότι η πλειονότητα των μορατορίων έχουν λήξει και το ποσοστό αδυναμίας αποπληρωμής αναμένεται να διαμορφωθεί κάτω του 20%.

➢Τέλος, ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε στη ζώνη του 13,8%17,3% στο τέταρτο τρίμηνο του 2020, ενώ σε επίπεδο B3FL ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 11,3%14,8%, αρκετά πάνω από τα όρια για τον δείκτη CET1 για το 202021.