Κατά 1 δισ. ψηλότερα ανεβαίνει ο πήχης  για  τον ελάχιστο απαιτούμενο δείκτη φερεγγυότητας, που οφείλουν να έχουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας, στη διάρκεια της εφετινής χρονιάς. Την ίδια στιγμή, σε ανάλογη ανοδική αναπροσαρμογή οδηγείται και ο βασικός δείκτης της ελάχιστης απαιτούμενης κεφαλαιακής επάρκειας. Και στις δύο περιπτώσεις οι τράπεζες καλύπτουν με άνεση τα… προαπαιτούμενα των δεικτών, καθώς διαθέτουν σημαντικά κεφαλαιακά αποθέματα και  ικανά «μαξιλάρια» ασφαλείας.

Όλα αυτά ενώ αναμένονται τα επίσημα αποτελέσματα των stress  tests, που είναι μια ανεξάρτητη διαδικασία, με ξεχωριστές ασκήσεις αντοχής για το βασικό και το δυσμενές σενάριο των οικονομικών εξελίξεων, τα οποία οι ελληνικές τράπεζες περνούν με επιτυχία.

Άνοδος των αξιών των τραπεζών 

Κάτι που ήδη αποτυπώνεται   χρηματιστηριακή τους συμπεριφορά, καθώς σε εβδομαδιαία βάση η κεφαλαιοποίηση και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχει ανέβει από τα 8,3 στα 9,7 δισ. ευρώ.

Με κέρδη δηλαδή 1,4 δις ευρώ, από τότε που αγορά άρχισε να πριμοδοτεί το θετικό σενάριο για τις τράπεζες.

Όπως έχει γνωστοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μετά από τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης (Supervisory  Review and Evaluation Proces-SREP)  ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας που οφείλουν  να διατηρούν οι τράπεζες για το 2018, ανεβαίνει κατά 0,625%.

Πρόκειται για προγραμματισμένη και όχι έκτακτη αναπροσαρμογή, η οποία αφορά το σκέλος του μεταβατικού αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου , που έχει ακόμη ένα βήμα ανόδου για την επόμενη χρονιά.

Με τα δεδομένα αυτά ο συγκεκριμένος δείκτης για την Εθνική, την Alpha Bank και την Eurobank θα πρέπει να είναι εφέτος τουλάχιστον στο 12,875% επί του σταθμισμένου έναντι κινδύνου ενεργητικού τους, ενώ πέρσι ίσχυε το 12,25%.

Για την Πειραιώς οι ελάχιστες απαιτήσεις έχουν οριοθετηθεί στο 13,625% από το περσινό 13%.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των τραπεζών, τα συνολικά τους κεφάλαια στα τέλη του 2017 ήταν στα 28,9 δις ευρώ, μειωμένα κατά 1,8 δισ. ευρώ στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, κυρίως λόγω  των προβλέψεων που πήραν.

Την ίδια στιγμή το σταθμισμένο ενεργητικό τους ήταν στα 172,7 δις ευρώ. Υπολογιζόμενος για όλες τις τράπεζες  ο δείκτης φερεγγυότητας, προ της αύξησης διαμορφώνεται σε απαιτήσεις 21,6 δις ευρώ, ενώ με τα νέα δεδομένα πάει στα 22,6 ευρώ.

Αφήνοντας δηλαδή, ένα κεφαλαιακό πλεόνασμα της τάξεως των 6,3 δισ. ευρώ.

Κατανεμημένο κατά σειράν στην Alpha Bank (2,7 δισ.), την Εθνική (1,5 δισ.), τη Eurobank (1,1 δισ.) και την Πειραιώς (1 δισ.).

Όπως είναι εύλογο ο δείκτης φερεγγυότητας των τραπεζών δεν είναι στατικός, αλλά  ‘’κινείται’’ με βάση τις γενικότερες επιδόσεις των τραπεζών, που ανάμεσα στα άλλα αφορούν τα έσοδά τους και  πρωτίστως τη διαχείριση των ‘’κόκκινων’’ δανείων.

Πέραν τούτων οι τράπεζες έχουν υποχρέωση να τηρούν και το δείκτη της κεφαλαιακής επάρκειας, που εκφράζεται με βάση τα πρώτης κατηγορίας κεφάλαιά τους (CET 1).

Και  στην περίπτωση αυτήν το ελάχιστο όριο ανέβηκε από το 8,75% πέρσι στο 9,375% εφέτος για την Εθνική, την Alpha Bank και τη Eurobank.

Για την Τράπεζα Πειραιώς πήγε από το 9,5% στο 10,125%.

Με το σταθμισμένο ενεργητικό των τραπεζών στα 172,7 δις και τα κεφάλαιά τους στα 28,9 δις , οι τράπεζες έχουν ως ενιαίο σύνολο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 16,7% , έναντι του 9,6% που απαιτείται. Πιο συγκεκριμένα για την Alpha Bank o δείκτης των CET 1 κεφαλαίων της είναι στο 18,3%,της Εθνικής στο 17%, της Eurobank στο 15,8% και της Πειραιώς στο 15,7%.

Με βάση το νέο λογιστικό πρότυπο που ακολουθείται από εφέτος (IFRS 9) οι τράπεζες παίρνουν εν συνόλω 5,7 δις προβλέψεις προ φόρων, για τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια. Με δικαίωμα όμως επιμέτρησης των ζημιών στα κεφάλαιά τους σε ορίζοντα πενταετίας. Με το 30% εξ αυτών να αναγνωρίζεται στα 3 πρώτα χρόνια και το υπόλοιπο 70% στη διετία που ακολουθεί.

Για το 2018 οι αναλυτές θεωρούν ότι η επίδραση του νέου λογιστικού προτύπου θα είναι ήσσονος σημασίας (περί το 0,1%-0,2% στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας) καθώς θα μετρά μόνο το 5% των ζημιών.

Σε βάθος τριετίας, η WOOD εκτιμά τις επιπτώσεις στα 2,6 δισ. ευρώ. Έτσι με τα σημερινά στοιχεία των τραπεζών, ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας θα πέσει στο 15,2%.

Μέχρι τότε βεβαίως πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει στο οικονομικό status  των τραπεζών, με άξονα τα δεδομένα για τα «κόκκινα» δάνεια.

Κατά πρώτον βεβαίως, μένει να διακριβωθούν οι επί μέρους επιδόσεις της κάθε τράπεζας στα stress tests, καθώς και το τι μπορεί να ζητήσει από αυτές ο επόπτης.

Οι κεφαλαιακές αυξήσεις δεν είναι άμεσες, αλλά μάλλον θα τις χρειαστούν οι τράπεζες, ίσως στη διάρκεια του 2019.

Και όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, αν μια τράπεζα ανοίξει το δρόμο, ακολουθούν και οι άλλες.