ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Είναι απαραίτητη μία ολιστική αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων καθώς και του πολύ υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, υπογράμμισε ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στη Γενική Συνέλευση της ΤτΕ.
Επανήλθε στην πρόταση της κεντρικής τράπεζας προς την κυβέρνηση για τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με το υπό εξέλιξη πρόγραμμα «Ηρακλής», στην οποία θα μεταβιβαστούν τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια στην καθαρή λογιστική τους αξία και στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε πραγματικούς όρους αγοράς.
Υπογράμμισε πως ορθώς έχει αποφασιστεί η επέκταση του προγράμματος «Ηρακλής», όμως η δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων για τις τιτλοποιήσεις που εντάσσονται στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων, «θα πρέπει να εξασφαλίζει την οριστική και ολιστική αντιμετώπιση τόσο του προβλήματος των ΜΕΔ όσο και του προβλήματος του πολύ υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών».
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,6% στην ΕΕ.
Όπως είπε, η μεταβίβαση των προβληματικών δανείων στην καθαρή λογιστική τους αξία παρέχει κίνητρα στις τράπεζες με υψηλό δείκτη ΜΕΔ, ενώ η τιτλοποίηση σε όρους αγοράς αυξάνει τη ρευστότητα των τραπεζών, ενισχύει την οργανική κερδοφορία και βελτιώνει την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων.
Η κυβέρνηση, συμπλήρωσε, εξετάζει τη σκοπιμότητα εφαρμογής της εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που έχει προτείνει η ΤτΕ και παράλληλα έχει αιτηθεί στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την επέκταση του προγράμματος «Ηρακλής». Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Μια γρήγορη λύση στο πρόβλημα των ΜΕΔ θα απεμπλέξει τις τράπεζες από την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαχείρισή τους και θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση της πιστοδότησης της οικονομίας τα διευκολυντικά μέτρα στο πλαίσιο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας που έχει θεσμοθετήσει η Πολιτεία.
Τέλος, θετική εξέλιξη αποτέλεσε και η ψήφιση του ν. 4738/2020 (νέος πτωχευτικός της Δεύτερης Ευκαιρίας), οι διατάξεις του οποίου προβλέπουν, μεταξύ άλλων, απλοποίηση, επιτάχυνση και ψηφιοποίηση διαδικασιών, εργαλεία έγκαιρης προειδοποίησης περιστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε αφερεγγυότητα, προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση βιώσιμων επιχειρήσεων, δυνατότητα πτώχευσης και παροχής δεύτερης ευκαιρίας για υπερχρεωμένους δανειολήπτες-φυσικά πρόσωπα που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους και διαδικασίες αποφυγής φαινομένων καταστρατήγησης της πτωχευτικής διαδικασίας.