Ανοδικά κινήθηκαν τα «κόκκινα» δάνεια που βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών τον Ιούνιο, καθώς συμπεριλήφθηκαν στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και όσα είχαν την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, με αποτέλεσμα το συνολικό απόθεμα να διαμορφωθεί στα 10,4 δις ευρώ (+4,8%).

Αυτό διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Εκθεση για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, η οποία δόθηκε πριν από λίγο στη δημοσιότητα και ο Διοικητής Γιάννης Στουρνάρας εφιστά και πάλι την προσοχή των τραπεζών στη διαχείριση των καθυστερούμενων δανείων.

Ακόμα η ΤτΕ επισημαίνει πως ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2024 αυξήθηκε οριακά σε 6,9% από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023, καθώς η πιστωτική επέκταση μετρίασε την αρνητική επίδραση από την αύξηση των «κόκκινων» δανείων. Και υπογραμμίζει ότι  ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%) και οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν. Ενώ τα «κόκκινα» δάνεια των μη συστημικών τραπεζών εξακολουθούν να βρίσκονται στο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό 36,4%.

Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση στην περίμετρο των ΜΕΔ, μετά από εποπτική απαίτηση, συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Ωστόσο σημειώνεται πως  μέχρι το τέλος του 2024 αναμένεται σημαντική αποκλιμάκωση του εν λόγω δείκτη για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες με την ένταξη των τιτλοποιημένων «κόκκινων» δανείων της Attica Bank και της  Παγκρήτιας Τράπεζας στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής 3».

Βεβαίως, η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σε καλύτερη θέση σήμερα. Το α’ εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία, ενώ διατήρησαν σε ικανοποιητικό επίπεδο τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές, ωστόσο οι ενέργειες για την οριστική εκκαθάριση του εναπομείναντος αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να συνεχιστούν, ώστε να επιτευχθεί η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Παράλληλα, η απρόσκοπτη λειτουργία των υποδομών της χρηματοπιστωτικής αγοράς, το πρώτο εξάμηνο του 2024, επέδρασε θετικά στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο

Το υπόλοιπο των καταθέσεων στην Ελλάδα από κατοίκους εσωτερικού τον Αύγουστο του 2024 ανήλθε σε 201,9 δισεκ. ευρώ, οριακά αυξημένο σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023, ενώ οι δείκτες ρευστότητας εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο από τις εποπτικές απαιτήσεις. Ειδικότερα, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) διαμορφώθηκε σε 209,3% τον Ιούνιο του 2024, από 220,7% το Δεκέμβριο του 2023, ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR) διαμορφώθηκε σε 133,8% τον Ιούνιο του 2024, από 135,2% το Δεκέμβριο του 2023, και ο Δείκτης Επιβάρυνσης Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Encumbrance Ratio – AER) βελτιώθηκε σημαντικά, καθώς μειώθηκε στο 8,5% τον Ιούνιο του 2024, από 13,2% το Δεκέμβριο του 2023. Επιπρόσθετα οι τράπεζες έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες με στόχο την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities – MREL) έως το τέλος του 2025. Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024, οι σημαντικές τράπεζες προχώρησαν σε εκδόσεις ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ονομαστικής αξίας 3.750 εκατ. ευρώ, ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ονομαστικής αξίας 2.450 εκατ. ευρώ και πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων της Κατηγορίας 1 ονομαστικής αξίας 300 εκατ. ευρώ.

Δείτε εδώ αναλυτικά την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας