Έντεκα δισ. ευρώ αναζητούν οι ελληνικές τράπεζες από τις αγορές, ή μέσω αυξήσεων κεφαλαίου μέχρι το 2025 για να καλύψουν τις απαιτήσεις MREL.

Και δεδομένων των συνθηκών  αυτά τα 11 δις ευρώ είναι  δύσκολο να καλυφθούν τουλάχιστον προσώρας.

1

Όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές το  θέμα MREL απασχολεί το σύνολο των τραπεζών της ευρωζώνης και ως εκ τούτου, δεδομένων των νέων συνθηκών οι επόπτες  πιθανόν να ξαναδούν το θέμα, ως προς τους χρονικούς περιορισμούς, αλλά και να αναζητήσουν εναλλακτικά εργαλεία που θα ικανοποιούν το SRB, αλλά και τις τράπεζες, καθώς έχουμε εισέλθει σε περίοδο ανόδου των επιτοκίων.

Συγκεκριμένα όπως αναφέρεται στην Éκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2021-2022 της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) για να επιτευχθεί ο στόχος για την MREL (η ελάχιστη απαίτηση για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις) οι ελληνικές τράπεζες χρειαζόταν να αυξήσουν τα επιλέξιμα στοιχεία παθητικού τους κατά 14,6 δισεκ. Ευρώ μέχρι το τέλος του 2025. Για το σκοπό αυτό, το 2021 οι ελληνικές τράπεζες προέβησαν σε εκδόσεις ομολόγων ύψους 3,5 δισεκ. ευρώ. Επίσης, ορισμένες τράπεζες προέβησαν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου κατά τη διάρκεια του 2021 (Πειραιώς και Alpha Bank).

Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ συνολικά  απομένουν περίπου 11 δισεκ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους τύπους επιλέξιμων στοιχείων παθητικού έως το τέλος του 2025.

Όπως αναφέρεται στην Εκθεση της ΤτΕ, πέρυσι οι συνθήκες στις διεθνείς κεφαλαιαγορές ήταν ευνοϊκές και αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τη  βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών, διευκόλυνε την έξοδο τους στις αγορές  με στόχο την κάλυψη των κεφαλαιακών υποχρεώσεων των τραπεζών (μεταξύ των οποίων η Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων − MREL).

Όμως, στο τρέχον περιβάλλον των μεταβαλλόμενων διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, η έκδοση νέων τίτλων με σκοπό την κάλυψη της MREL αναμένεται να είναι πιο δύσκολη και με αυξημένο κόστος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με εκθέσεις διεθνών οίκων αξιολόγησης, το 2022 αναμένεται αποδυνάμωση της εκδοτικής δραστηριότητας ομολόγων από εκδότες με πιστοληπτική αξιολόγηση κάτω από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας, ενώ παρατηρείται ανοδική τάση στο κόστος δανεισμού των νέων εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων διεθνώς.

Στην Έκθεση της ΤτΕ αναφέρεται πως από τις αρχές του δ΄ τριμήνου του 2021 οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσιάζουν τάση ανόδου, ακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις, με αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά σε σύγκριση με τα ιστορικώς χαμηλά επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 2021 και εντονότερα από ό,τι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των άλλων κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ αντίστοιχης διάρκειας. Σε αυτή την εξέλιξη συμβάλλει η μεγαλύτερη ευαισθησία των τίτλων χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, στις μεταβολές των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Ταυτόχρονα, οι ανησυχίες για την οικονομική δραστηριότητα διεθνώς, που έχουν ενταθεί εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, ενισχύουν την τάση των επενδυτών για αποφυγή ανάληψης κινδύνων.

Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του 2022 παρατηρήθηκαν και θετικές εξελίξεις. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου από τους οίκους DBRS και Standard and Poor’s, έτσι ώστε ως προς αυτούς τους οίκους το Ελληνικό Δημόσιο να απέχει πλέον μόλις μία βαθμίδα από την επενδυτική κατηγορία. Η περαιτέρω αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα από τους προαναφερθέντες οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης θα είναι ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, διότι θα φέρει το ελληνικά ομόλογα εντός της επενδυτικής κατηγορίας, με σημαντικό όφελος όσον αφορά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, των τραπεζών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ θα συμβάλλει και στην προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Διαβάστε επίσης

Attica Bank: Ζημίες 8,5 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2022

Γκίκας Χαρδούβελης: Πιθανές αυξήσεις επιτοκίων και από την κλιματική αλλαγή