Πέθανε στα 91 του χρόνια ο άνθρωπος που έκανε κολοσσό την Credit Suisse. Ο Ράινερ Γκουτ προχώρησε ένα φιλόδοξο και δύσκολο σχέδιο εξαγορών και συγχωνεύσεων, μετατρέποντάς την σε μία παγκόσμια επενδυτική τράπεζα. Ωστόσο, την είδε και να καταρρέει.

«Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένεια του Rainer E. Gut», δήλωσε εκπρόσωπος της UBS Group AG σε δήλωση που εστάλη μέσω email.

«Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελβετικής οικονομικής ιστορίας»,  συμπλήρωσε.

Ο ελβετικής καταγωγής Gut, του οποίου η καριέρα περιελάμβανε θητείες στη Wall Street, κατείχε κορυφαίες θέσεις στην Credit Suisse για 23 χρόνια, από το 1971 έως το 2000.

Η φιλοδοξία του, όπως ο ίδιος το είχε θέσει, ήταν να επεκτείνει την τράπεζα με έδρα τη Ζυρίχη, σε έναν «μεγάλο παίκτη σε κάθε τομέα χρηματοοικονομικής δραστηριότητας σε όλο τον κόσμο».

Εξαγορές και συγχωνεύσεις

Υπενθυμίζεται ότι η UBS εξαγόρασε την Credit Suisse νωρίτερα φέτος.

Υπό την ηγεσία του Gut, σχεδόν 20 εταιρείες εντάχθηκαν στην αυτοκρατορία της Credit Suisse.

Η τράπεζα εξαγόρασε ή ανέλαβε τον έλεγχο οντοτήτων συμπεριλαμβανομένης της First Boston Corp. το 1988, της ελβετικής Bank Leu το 1990 και της Volksbank το 1993, τον δεύτερο μεγαλύτερο ασφαλιστής της Ελβετίας, Winterthur Insurance Group, το 1997, τη μονάδα διαχείρισης χρημάτων της επενδυτικής τράπεζας της Νέας Υόρκης Warburg Pincus το 1999 και την εταιρεία της Wall Street Donaldson, Lufkin & Jenrette το 2000.

Το 1998, τα περιουσιακά στοιχεία της Credit Suisse ξεπέρασαν εκείνα της Swiss Bank Corp. και της Union Bank of Switzerland, εκπληρώνοντας τον στόχο του Gut να καταστήσει το ίδρυμά του, Νο. 1 ανάμεσα στις «τρεις μεγάλες» ελβετικές τράπεζες.

Αμέσως μετά, η Swiss Bank και η Union Bank συγχωνεύθηκαν για να δημιουργήσουν αυτό που είναι σήμερα η UBS.

Ως επίτιμος πρόεδρος της Credit Suisse –η κατά κύριο λόγο εθιμοτυπική θέση που του απονεμήθηκε όταν παραιτήθηκε το 2000– ο Gut είδε την παγκόσμια τράπεζα που έχτισε να περνά δύο δεκαετίες ντροπιαστικών αποκαλύψεων, εναλλαγών στην διοίκηση και προσπαθειών αναδιάρθρωσης.

Τον Μάρτιο, η Credit Suisse ήρθε αντιμέτωπη με την κατάρρευση της εμπιστοσύνης της αγοράς, ενώ η ελβετική κυβέρνηση μεσολάβησε για την εξαγορά της από τη μακροχρόνια ανταγωνίστριά της, UBS, για 3 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα (3,3 δισεκατομμύρια δολάρια), ένα σχετικό ασήμαντο ποσό, σύμφωνα με το Bloomberg.

Το “Elite Group”

Πέρα από τον ρόλο του στην Credit Suisse, ο Γκουτ ήταν μέρος και μιας ομάδας ελίτ εππιχειρηματιών, οι οποίοι “μεταμόρφωσαν” την οικονομία της Ελβετίας και την έβαλαν στον παγκόσμιο χάρτη.

Οι άνδρες, συχνά εναλλάσσονταν σε θέσεις, ανταλλάσσοντας ηγετικούς ρόλους στις εταιρείες τους.

Για παράδειγμα, ο Gut και ο Fritz Gerber, ο επί μακρόν διευθύνων σύμβουλος τόσο της Zurich Insurance, όσο και της σημερινής Roche Holding, ανέλαβαν τη μοναδική εισηγμένη ποδοσφαιρική ομάδα της Ελβετίας, Grasshopper Club Zurich, το 1999.

Ήταν επικεφαλής το 2001 και το 2003, όταν ο σύλλογος κέρδισε τους δύο τελευταίους από τους 27 τίτλους του πρωταθλήματος.

Ένας άλλος ομότιμος ήταν ο Helmut Maucher, ο οποίος ήταν Διευθύνων Σύμβουλος της Nestle.

Όταν ο Gut έφυγε από την Credit Suisse το 2000, έγινε πρόεδρος της Nestle.

Κατείχε ρόλο υψηλού προφίλ στην ευαίσθητη διαμάχη για το πώς είχαν ενεργήσει οι ελβετικές τράπεζες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Υπήρχαν κατηγορίες ότι ορισμένες ελβετικές τράπεζες είχαν κρατήσει περιουσιακά στοιχεία που είχαν καταθέσει Εβραίοι πριν σκοτωθούν στο Ολοκαύτωμα και είχαν βοηθήσει το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας να “ξεπλύνει” χρυσό που λεηλατήθηκε από άλλες χώρες.

Η πρώιμη υποστήριξη του Gut για τη δημιουργία ενός ταμείου προς όφελος των θυμάτων του Ολοκαυτώματος -ανεξαρτήτως θρησκευτικού υπόβαθρου- έθεσε τις βάσεις για έναν διακανονισμό του 1998, σύμφωνα με τον οποίο η Credit Suisse και η UBS συμφώνησαν να πληρώσουν 1,25 δισεκατομμύρια δολάρια στους επιζώντες του Ολοκαυτώματος και τους κληρονόμους τους, σε αντάλλαγμα της απόσυρσης των αγωγών.

Από ζωγράφος σε… τραπεζίτη

Ο Rainer Emil Gut γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1932, στο Baar, ένα χωριό στο καντόνι του Τσουγκ στην κεντρική Ελβετία, και ήταν ένα από τα επτά παιδιά του Emil Gut και της Rosa Mueller.

Ο πατέρας του εργαζόταν σε μια περιφερειακή τράπεζα, τη Zuger Kantonalbank, και έφτασε στην υψηλότερη εκτελεστική θέση του διευθυντή, σύμφωνα με μια βιογραφία του 2003 από τους René Lüchinger και Erik Nolmans.

Όπως και ο πατέρας του, ο Γκουτ φοίτησε σε σχολείο στο καντόνι.

Έπαιζε χάντμπολ, έκανε σκι και έμαθε να παίζει πιάνο, μια ικανότητα που θα επιδείκνυε κατά καιρούς στη μετέπειτα επαγγελματική του ζωή.

Ο Γκουτ εξέφρασε από νωρίς ενδιαφέρον να γίνει ζωγράφος, αλλά αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του στον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με τους βιογράφους του.

Όπως και ο πατέρας του, ξεκίνησε ως ασκούμενος στη Zuger Kantonbank, αλλά το 1956 μετακόμισε στο Λονδίνο με τη Josephine Lorenz, μια Αμερικανίδα πρώην φωτομοντέλο που είχε γνωρίσει λίγο πριν στη Ζυρίχη.

Ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν στο Μπάαρ και απέκτησαν τέσσερα παιδιά.

Έπειτα, ξεκίνησε την καριέρα του με την Union Bank of Switzerland, η οποία τον έστειλε στη Νέα Υόρκη, όπου εντάχθηκε στη Lazard Freres & Co. και έγινε γενικός εταίρος υπό τον André Meyer .

Διοικητικό Συμβούλιο

Οι εμπειρίες του στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη απέδωσαν καρπούς όταν η Schweizerische Kreditanstalt —το αρχικό όνομα της Credit Suisse— αναζητούσε έναν τραπεζίτη με διεθνή εμπειρία για να ηγηθεί της επενδυτικής τραπεζικής.

Δύο χρόνια μετά την ένταξή του στην Credit Suisse, προκειμένου να διευθύνει την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας στην Ελβετία.

Το μεγάλο του “break” ήρθε το 1977, όταν η Credit Suisse αντιμετώπιζε κρίση.

Σε αυτό που έγινε γνωστό ως η υπόθεση Chiasso, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της τράπεζας στο Chiasso, μια μικρή πόλη στα σύνορα της Ελβετίας με την Ιταλία, είχε διοχετεύσει παράνομα το ποσό των 880 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια εγγεγραμμένη στο Λιχτενστάιν εταιρεία χαρτοφυλακίου, υπό τον έλεγχό του.

Παρακάμπτοντας κάποια ανώτερα στελέχη, η τράπεζα επέλεξε τον Γκουτ – ένα από τα λίγα στελέχη που δεν επηρεάστηκαν από το σκάνδαλο – ως ομιλητή του εκτελεστικού συμβουλίου.

Ο ρόλος, παρόμοιος με αυτόν του διευθύνοντα συμβούλου, τοποθέτησε τον Gut σε μία θέση επιρροής στην τράπεζα για το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων τριών δεκαετιών.

Για να εμπνεύσει ένα απογοητευμένο εργατικό δυναμικό στην ετήσια συνάντηση της τράπεζας το 1978, ο Γκουτ απήγγειλε το ποίημα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Αν, το οποίο μιλά για την άνοδο, πέρα από τις αντιξοότητες.

Ο στόχος του ήταν «να δώσει στους συναδέλφους μου λίγη ενθάρρυνση», είπε στον συγγραφέα Στίβεν Ντέιβις για το Leadership in Financial Services: Lessons for the Future (1997).

Στη συνέχεια, ο Γκουτ ανέλαβε τον πρόσθετο ρόλο του προέδρου το 1983, μετά τη συνταξιοδότηση του Oswald Aeppli.

Καθώς οι αγορές πήραν μια στροφή προς το χειρότερο το 2001 και το 2002, η αυτοκρατορία που είχε χτίσει ο Gut για την Credit Suisse, σχεδόν κατέρρευσε.

Τρομερά χρέη και ζημιές βύθισαν την τράπεζα “στο κόκκινο”.

Οι εμφανίσεις του Gut όλο και λιγόστευαν, μετά την αποχώρησή του από την τράπεζα.

Ωστόσο, αποτέλεσε έκπληξη το ότι εμφανίστηκε σε μια συνέλευση των μετόχων το 2015 για να καλωσορίσει τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο Tidjane Thiam, που μόλις είχε οριστεί να αναλάβει τα ηνία της τράπεζας.

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω», είπε ο Τιάμ στον επίτιμο πρόεδρο. «Έχω ακούσει πολλά για σένα!», συμπλήρωσε.

Διαβάστε επίσης:

Intrakat: Στο 5,16% το ποσοστό της Envirtus Investments

Μοτοδυναμική: Σε ποια στελέχη της διέθεσε δωρεάν 34.000 ίδιες μετοχές

Νικητές και χαμένοι στη μάχη των σούπερ μάρκετ