ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Με τη νομισματική σύσφιξη να προχωράει με ρυθμούς που είχε να δει η οικονομία από τη δεκαετία του ’90, οι τραπεζίτες σε Ευρώπη και ΗΠΑ δεν έχουν καταφέρει να ρίξουν τις τιμές όσο υπολόγιζαν στην αρχή της εκστρατείας τους.
Παρά την υποχώρηση, ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός παραμένει επίμονος και οι προβλέψεις των επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών δεν βλέπουν εφικτό τον στόχο για επιστροφή του πληθωρισμού στο 2% πριν το 2025.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων
Ήδη, Τζερόμ Πάουελ και Κριστίν Λαγκάρντ, των Fed και ΕΚΤ αντίστοιχα, έχουν επικριθεί για το γεγονός ότι δεν εκτίμησαν νωρίτερα το μέγεθος του προβλήματος.
Από την εμπειρία άλλων τραπεζιτών, όπως αναφέρουν οι FT, η νομισματική πολιτική χρειάζεται περίπου 18 μήνες ώστε να γίνει αισθητός ο αντίκτυπος. Οι κεντρικές τράπεζες σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο εδώ κι ενάμιση χρόνο συνεχίζουν σταθερά την αύξηση των επιτοκίων, ενώ η Ευρώπη ξεκίνησε λίγο αργότερα, τον περασμένο Ιούλιο.
Η Fed έχει αυξήσει τα επιτόκια στο εύρος 5% έως 5,25%, κάνοντας ένα «διάλειμμα» τον Ιούνιο, το οποίο αναμένεται να σταματήσει τον Ιούλιο και να επανεκκινήσει ο κύκλος σύφιξης.
Οι Αμερικανοί τραπεζίτες βλέπουν τουλάχιστον δύο ακόμα αυξήσεις κατά 0,25 τους επόμενους μήνες.
Η ΕΚΤ έχει ήδη αυξήσει κατά 400 μονάδες βάσης τα επιτόκια σε υψηλό 22 ετών, σε μία αξιοσημείωτη επιθετική σύσφιξη και ήδη τα «γεράκια» προετοιμάζουν το έδαφος για νέες αυξήσεις.
Τον Ιούλιο το Διοικητικό Συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας συνεδριάζει πάλι, με μία κίνηση κατά 0,25 να θεωρείται δεδομένη.
Το ερώτημα όμως είναι αν τον Σεπτέμβριο η ΕΚΤ θα επιστρέψει με μία ακόμα αύξηση, εκτοξεύοντας τα επιτόκια κύριας αναχρηματοδότησης, από το 4% του Ιουνίου στο 4,5%.
«Ίσως η νομισματική πολιτική να μην είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν πριν από αρκετές δεκαετίες», αναφέρει στους FT ο Nathan Sheets, επικεφαλής οικονομολόγος της Citi.
Τι πήγε λάθος
Η άποψη αυτή εκφράζεται από μία σειρά οικονομολόγων και αναλυτών, οι οποίοι βλέπουν ότι οι οικονομίες απορροφούν αποτελεσματικά τους κραδασμούς των αυξημένων επιτοκίων.
Μία αιτία αυτού είναι ότι οι υπηρεσίες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής παραγωγής στις περισσότερες οικονομίες, με αποτέλεσμα τα ρήγματα στη μεταποίηση να μην πλήττουν τόσο βαθιά την οικονομία.
Ένας ακόμα λόγος είναι η στροφή στα στεγαστικά δάνεια.
Το ποσοστό των νοικοκυριών στο Ηνωμένο Βασίλειο που κατέχει ενυπόθηκο δάνειο έχει μειωθεί πάνω από 10% σε σχέση με το 1990. Πολλοί έχουν ήδη στην κατοχή τους κάποιο ακίνητο ή νοικιάζουν κάποιο άλλο.
Στην περίπτωση των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, η μείωση έχει βυθιστεί στο 10% σε σχέση με 70% 30 χρόνια πριν.
Τα αυξημένα επιτόκια δεν έχουν επηρεάσει ούτε τον ρυθμό των προσλήψεων, μιας και οι υπηρεσίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν έλλειψη προσωπικού και ως εκ τούτου αυξάνουν τους μισθούς.
Τέλος, μια μακρά περίοδος εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής δεν είναι τόσο εύκολο να «σβήσει» μέσα σε λίγους μήνες, ένα επιχείρημα πολλών οικονομολόγων σχετικά με το πόσο έντονες είναι οι πιέσεις των αυξήσεων στα επιτόκια στον καλπάζοντα πληθωρισμό.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει τις κεντρικές τράπεζες σε ένα αδιέξοδο: η επιστροφή στον πληθωρισμό του 2% να απαιτεί τόσο υψηλά επιτόκια που θα τεθεί σε κίνδυνο η οικονομία.
Στον αντίποδα, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, που συχνά αποκαλείται η τράπεζα των κεντρικών τραπεζιτών, προειδοποίησε πέρυσι ότι, εάν τα επιτόκια αυξηθούν λίγο ή εάν η επίδρασή τους καθυστερήσει πολύ, οι χώρες ενδέχεται να διολισθήσουν σε ένα περιβάλλον όπου ο υψηλός πληθωρισμός θα γίνει ο κανόνας.
Διαβάστε επίσης:
JPMorgan: Κορυφαία επιλογή η ελληνική αγορά μετοχών – Αναβάθμιση σε Overweight από Neutral
Γεωργιάδης: Έρχονται αλλαγές υπέρ επιχειρήσεων και εργαζομένων – Συνάντηση με τον Γ. Χατζηθεοδοσίου
ΑΑΔΕ: Το 85% των επιστροφών φόρου εισοδήματος πληρώθηκε ή συμψηφίστηκε