Ορισμένες κρίσιμες ερωτήσεις και απαντήσεις για τα stress tests σε επίπεδο ΕΕ για το έτος 2021, που δημοσίευσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ).

Τι θα κάνει η ΕΚΤ με τις τράπεζες που παρουσιάζουν (σοβαρή) υστέρηση κεφαλαίου στο πλαίσιο του δυσμενούς σεναρίου;

Όπως και τα προηγούμενα έτη, στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2021 δεν τίθεται θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας και επομένως δεν υφίσταται «υστέρηση» με τη συνήθη έννοια του όρου. Αντ’ αυτού, η άσκηση παρέχει σημαντικές πληροφορίες που ενσωματώνονται στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation process – SREP) για κάθε ίδρυμα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι για τα ιδρύματα με (σοβαρή) μείωση κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο, το αποτέλεσμα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων θα χρησιμοποιηθεί ως σημείο εκκίνησης για τον καθορισμό των κατευθύνσεων P2G (όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ για την SREP και τις εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων).

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι τράπεζες με (σοβαρή) μείωση κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο θα πρέπει γενικά να αναμένουν υψηλότερο επίπεδο κατευθύνσεων P2G σε σύγκριση με τράπεζες των οποίων τα αποτελέσματα είναι καλύτερα. Ταυτόχρονα, δεν υφίσταται αντιστοίχιση ένα προς ένα μεταξύ της μείωσης κεφαλαίου που προκύπτει από την άσκηση προσομοίωσης και των κατευθύνσεων P2G.

Όπου η σοβαρή μείωση κεφαλαίου προβάλλει ιδιαίτερους κινδύνους σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας, οι μεικτές εποπτικές ομάδες θα χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες για την περαιτέρω ανάληψη στοχευμένων εποπτικών πρωτοβουλιών και, κατά περίπτωση, τη λήψη μέτρων με σκοπό να διασφαλιστεί η ορθή διαχείριση των εν λόγω κινδύνων.

Γιατί δεν δημοσιοποιείτε τα ακριβή στοιχεία για τους δείκτες κεφαλαίου CET1 για όσες τράπεζες βρίσκονται κάτω από το 8% στη δημοσίευση του ΕΕΜ και πώς θα πρέπει οι παρατηρητές να ερμηνεύσουν τα στοιχεία;

Εξαρχής, τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων αποτελούν ένα μόνο στοιχείο στην εποπτική εργαλειοθήκη της ΕΚΤ. Αξιολογούν την ανθεκτικότητα μιας τράπεζας σε ένα υποθετικό σενάριο, χρησιμοποιώντας ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο μεθοδολογικών υποθέσεων. Παρέχουν μόνο μια ένδειξη του πώς η τράπεζα θα κατάφερνε να λειτουργήσει σε περίπτωση πιθανών δυσμενών εξελίξεων. Σε αυτήν τη βάση, ενώ παρέχουν μια ένδειξη όσον αφορά την κατάσταση της τράπεζας, ιδίως σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της, τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο αυτού του διαρθρωτικού σχεδιασμού. Για τη δημοσίευση του 2021 ενισχύσαμε τη διαφάνεια των αποτελεσμάτων της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του ΕΕΜ σε σχέση με την αντίστοιχη άσκηση του 2018, για την οποία δημοσιοποιήσαμε μόνο συγκεντρωτικά αποτελέσματα υψηλού επιπέδου.

Ταυτόχρονα, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας αποτέλεσε επίσης βασικό στόχο: οι τράπεζες που συμμετέχουν στην άσκηση του ΕΕΜ είναι γενικά πολύ μικρότερες σε σχέση με τις πιο μεγάλες τράπεζες που συμμετέχουν στην άσκηση σε επίπεδο ΕΕ και γι’ αυτό μπορεί να μην είναι σε θέση να διαθέσουν τους ίδιους πόρους στη σχετική διαδικασία.

Αυτό λαμβάνεται υπόψη στην προσέγγισή μας όσον αφορά τη δημοσίευση, η οποία επικεντρώνεται σε ελάχιστους σχετικούς δείκτες, και έτσι αποφεύγεται η πολύ πιο επαχθής διαδικασία διασφάλισης ποιότητας που είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η συνέπεια και η μεγαλύτερη ακρίβεια ενός πολύ μεγάλου αριθμού δεικτών.

Δεδομένου αυτού, είναι σαφές ότι τα αποτελέσματα σε αυτήν τη σειρά ποικίλλουν και επίσης περιλαμβάνουν τράπεζες που θα χρειάζονταν να λάβουν μέτρα για να διατηρήσουν τη συμμόρφωσή τους με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Η αντίστοιχη συνολική αξιολόγηση διενεργείται από τις εποπτικές ομάδες μας και ενσωματώνει δεόντως τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στην SREP.

Τι επιπτώσεις παρατήρησε η ΕΚΤ από την κρίση του κορoνοϊού; Διαπιστώνετε κάποιες ξεκάθαρες τάσεις;

Το δυσμενές σενάριο υποθέτει παρατεταμένο αντίκτυπο του κορoνοϊού σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η επαναξιολόγηση των προσδοκιών των συμμετεχόντων στην αγορά λόγω της μείωσης των εταιρικών κερδών οδηγεί σε απότομη και ευμεγέθη προσαρμογή των αποτιμήσεων των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού. Η μείωση του δείκτη κεφαλαίου CET1 σε επίπεδο συστήματος διαμορφώνεται σε -5,2 ποσοστιαίες μονάδες υπό συνθήκες πλήρους υλοποίησης στο δυσμενές σενάριο. Οι βασικοί παράγοντες που συντελούν στη μείωση κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο είναι οι ζημίες από δάνεια, οι σημαντικές πιέσεις στους καθαρούς τόκους-έσοδα, στα έσοδα από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και στα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες, καθώς και ο αντίκτυπος των διαταραχών όσον αφορά τις μετοχές και τα πιστωτικά περιθώρια σε θέσεις που εκτιμώνται στην εύλογη αξία.

Τα συστήματα δημόσιων εγγυήσεων και οι συμβατές με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ στάσεις πληρωμών που σχετίζονται με τον κορωνοϊό εξετάζονται ρητώς στη μεθοδολογία της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Για τα δάνεια που εμπίπτουν σε σύστημα δημόσιων εγγυήσεων εκφράζεται η υπόθεση ότι θα αντικατασταθούν από την εγγύηση, ανεξαρτήτως του αν το συγκεκριμένο σύστημα αναμένεται να υφίσταται ακόμη, ενώ οι τράπεζες πρέπει να προβλέψουν τις ζημίες τους από δάνεια με βάση την υπόθεση ότι δεν θα υπάρξει ευεργετική επίδραση από συμβατές με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ στάσεις πληρωμών που σχετίζονται με τον κορoνοϊό.

Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι οι τομείς που χαρακτηρίστηκαν ευπαθείς το 2020 καταγράφουν επίσης υψηλότερα και πιο ευμετάβλητα ποσοστά απομείωσης υπό το δυσμενές σενάριο. Για παράδειγμα, το εμπόριο χονδρικής και λιανικής και η επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών, οι δραστηριότητες ενοικίασης και χρηματοδοτικής μίσθωσης καθώς και τα καταλύματα ανάφεραν τα υψηλότερα διάμεσα σωρευτικά ποσοστά.

Τέλος, παρά τις επιτυχημένες προσπάθειες των τραπεζών για περιορισμό του κόστους και εφαρμογή στοχευμένων στρατηγικών μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018, ένα σημαντικά πιο αντίξοο μακροοικονομικό σενάριο δυσμενών εξελίξεων από εκείνο που είχε χρησιμοποιηθεί στην προηγούμενη άσκηση υπεραντισταθμίζει την επίδραση αυτών των βελτιώσεων και οδηγεί σε υψηλότερη μείωση του δείκτη κεφαλαίου CET1 σε επίπεδο συστήματος από ό,τι το 2018 (5,2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι 4,0 ποσοστιαίων μονάδων).

Πώς ενσωματώνονται τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στην SREP;

Τα αποτελέσματα ενσωματώνονται στην SREP κατά τρόπο ποιοτικό και ποσοτικό.

Ποιοτικό αποτέλεσμα: Οι μεικτές εποπτικές ομάδες εξετάζουν διαφορετικές πτυχές όταν αξιολογούν την εσωτερική διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων μιας τράπεζας στο πλαίσιο της SREP, πράγμα που επηρεάζει τελικά τον προσδιορισμό των απαιτήσεων του Πυλώνα 2. Αυτές οι πτυχές περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, την έγκαιρη παροχή και την ακρίβεια των δεδομένων, καθώς και την ποιότητα των λαμβανόμενων πληροφοριών. Ομοίως, σκοπός των ποσοτικών δεικτών μέτρησης που δημιουργούνται απευθείας από στοιχεία βάσει των πληροφοριακών συστημάτων είναι να παρέχουν στις μεικτές εποπτικές ομάδες μετρήσιμα κριτήρια για την αξιολόγηση των επιδόσεων των τραπεζών με την εφαρμογή βαθμολογίας βασιζόμενης σε τέσσερα επίπεδα. Μετρείται η ικανότητα των τραπεζών να αντεπεξέρχονται στις απαιτήσεις στοιχείων και να απαντούν σε όλη τη διάρκεια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Επιπλέον, οι μεικτές εποπτικές ομάδες διενεργούν ποιοτική αξιολόγηση των επιδόσεων των τραπεζών στη διάρκεια των κύκλων διασφάλισης ποιότητας της άσκησης.

Ποσοτικό αποτέλεσμα: Η μεθοδολογία για τον καθορισμό των κατευθύνσεων P2G ακολουθεί προσέγγιση δύο σταδίων. Κατά το πρώτο στάδιο η τράπεζα κατατάσσεται σε μια κατηγορία ανάλογα με τη μέγιστη μείωση κεφαλαίου CET1 που σημειώνεται στη διάρκεια της εποπτικής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Οι κατηγορίες έχουν σχεδιαστεί με βάση την πρόσφατη εποπτική εμπειρία, την ανοχή στον κίνδυνο εντός του ΕΕΜ και τον βαθμό αντιξοότητας της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Κατά το δεύτερο στάδιο οι μεικτές εποπτικές ομάδες ασκούν την εξειδικευμένη κρίση τους για να προσαρμόσουν τις κατευθύνσεις P2G στο ιδιοσυγκρασιακό προφίλ κάθε ιδρύματος. Οι μεικτές εποπτικές ομάδες μπορούν να κάνουν προσαρμογές εντός του εύρους της αντίστοιχης κατηγορίας και, κατ’ εξαίρεση, και πέραν αυτού.

Διαβάστε επίσης:

Stress tests: 265 δισ. ευρώ χαμηλότερα τα κεφάλαια των ευρωπαϊκών τραπεζών στην άσκηση της ΕΒΑ