H JP Morgan και ο Mehmet Sevim, μετά την ανακοίνωση της Τράπεζας Πειραιώς την περασμένη Παρασκευή ότι σχεδιάζει να αυξήσει το payout της στο 35%/50% φέτος και το 2025 και να επιταχύνει την απόσβεση των DTCs (αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις), αναμένει ότι και οι άλλες τράπεζες θα ανακοινώσουν παρόμοια σχέδια με υψηλότερες πληρωμές τις επόμενες ημέρες μαζί με τα αποτελέσματα του γ΄ τριμήνου.
«Αυτό σηματοδοτεί κάποια απομάκρυνση από την προηγούμενη σταδιακή προσέγγιση, κατά την άποψή μας, η οποία περιόρισε τον κλάδο λαμβάνοντας υπόψη τα ισχυρά επίπεδα κεφαλαίου CET1 και τα υψηλά ευρωπαϊκά κριτήρια αναφοράς όσον αφορά την επιστροφή κεφαλαίου.
Επιπλέον, το σχέδιο της πορτογαλικής τράπεζας BCP για αποπληρωμή 75% στη νέα στρατηγική της για το 2025-2028 αποτελεί θετική ένδειξη, ιδίως δεδομένων των ισχυρότερων σημείων εκκίνησης CET1 της Alpha Bank, της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια η BCP έχει δείκτη DTC/CET1 27% και το πορτογαλικό πλαίσιο είναι πολύ παρόμοιο με το ελληνικό.
Συνολικά, με υψηλότερες πληρωμές, πιστεύουμε ότι οι συνολικές αποδόσεις θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το 10% το 2025, αντιστοιχώντας στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Επιπροσθέτως, κάθε πληρωμή 10% που παρέχεται με τη μορφή επαναγοράς μετοχών θα προσθέσει 2,1% στα κέρδη ανά μετοχή κατά μέσο όρο και ως εκ τούτου, οι επαναγορές μετοχών θα αποτελέσουν πιθανότατα κεντρικό μέρος της διανομής κεφαλαίου το επόμενο έτος.
Είμαστε εποικοδομητικοί για τις ελληνικές τράπεζες στις τρέχουσες αποτιμήσεις με 5,4 φορές σε όρους P/E για το 2025 και 0,6 φορές σε όρους P/TBV για 12,1% δείκτη αποδοτικότητας ROTE και την υψηλή δυναμική διανομής κερδών», επισημαίνει ο αναλυτής της JP Morgan.
Η επιστροφή κεφαλαίου στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
«Οι επαναγορές επιδρούν θετικά για τα κέρδη ανά μετοχή. Πιστεύουμε ότι οι επαναγορές θα αποτελέσουν κεντρικό μέρος της διανομής κεφαλαίου το επόμενο έτος.
Οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι νέες στις επαναγορές, η Eurobank εξαγόρασε το υπόλοιπο 1,4% των μετοχών της από το ΤΧΣ το 2023 και η Alpha Bank εκτέλεσε το ήμισυ της περσινής πληρωμής μέσω επαναγοράς μετοχών.
Επιπλέον, η Εθνική Τράπεζα έχει επισημάνει εδώ και καιρό τις φιλοδοξίες της για επαναγορά, ενώ η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς την περασμένη εβδομάδα ανέφερε επίσης ότι θα υπάρξει ένα “σημαντικό στοιχείο επαναγοράς” στο σχέδιο διανομής του 2024.
Στις τρέχουσες αποτιμήσεις, οι επαναγορές αποτελούν σαφές πλεονέκτημα.
Κάθε πληρωμή 10% με τη μορφή επαναγοράς μετοχών θα πρόσθετε 2,1% στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) του 2025 κατά μέσο όρο.
Υποθέτοντας ότι η μισή πληρωμή από τα κέρδη του 2024 θα πραγματοποιηθεί μέσω επαναγορών, αυτό υποδηλώνει αύξηση των EPS κατά 4,1% – 4,6% το επόμενο έτος.
Παρά την ισχυρή κεφαλαιακή συγκρότηση τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες ήταν σχετικά προσεκτικές στην επικοινωνία των δυνατοτήτων τους για πληρωμές. Οι διοικήσεις ανέφεραν μια “σταδιακή ευθυγράμμιση” των πληρωμών με τα ευρωπαϊκά επίπεδα τα επόμενα χρόνια.
Αυτό το προσεκτικό μήνυμα είναι κατανοητό, καθώς το 2024 έχει σηματοδοτήσει το πρώτο έτος πληρωμών από το 2008, αλλά περιορίζει όλο και περισσότερο τον κλάδο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, δεδομένων των υγιών προοπτικών κερδοφορίας και των υψηλών δεικτών CET1 σε τράπεζες όπως η ΕΤΕ, με τους επενδυτές να εκφράζουν ενίοτε ανησυχίες που συνδέονται με τα DTCs.
Πιστεύουμε ότι οι τελευταίες ενημερώσεις σηματοδοτούν μια νέα φάση στις στρατηγικές επιστροφής κεφαλαίου.
Η Πειραιώς ήταν η πρώτη που ανακοίνωσε μια αυξημένη καταβολή 35%/50% για το 2024/2025 με απόδοση 8%/11%, μαζί με μια εθελοντική επιτάχυνση στην απόσβεση των DTCs, η οποία χρησιμεύει ως απόδειξη της κεφαλαιακής άνεσης.
Αναμένουμε ότι και άλλες τράπεζες θα ανακοινώσουν παρόμοια σχέδια με υψηλότερες πληρωμές τις επόμενες ημέρες, και σε 10% απόδοση περίπου για το 2025. Βλέπουμε ότι η πληρωμή σε επίπεδο κλάδου ταιριάζει σε γενικές γραμμές με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ΕΤΕ είναι σαφώς η κύρια εστίαση όσον αφορά την πληρωμή, αλλά επισημαίνουμε επίσης την Alpha Bank, δεδομένης της ισχυρής κεφαλαιακής θέσης (16,6% στο β’ τρίμηνο pro-forma για την πώληση της Ρουμανίας) και των χαμηλότερων αποτιμήσεων.
Θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί θετικό δείκτη για τα πιθανά μεσοπρόθεσμα επίπεδα πληρωμών για τις ελληνικές τράπεζες με πλεονάζοντα κεφάλαια, ιδίως δεδομένων των ισχυρότερων σημείων εκκίνησης CET1 στην Alpha, τη Eurobank και την ΕΤΕ», καταλήγει ο Sevim.
Διαβάστε επίσης:
Οι επενδυτές ποντάρουν στην ενοικίαση σπιτιών – Η ευκαιρία των μεγάλων ομίλων στη στεγαστική κρίση
Άμεση Ανάλυση: Τι συμβαίνει με ΑΔΜΗΕ, Lamda Development, Profile, Micron, Pfizer και Exxon Mobil