• Τράπεζες

    J.P. Morgan για τράπεζες: Ελκυστικό σημείο εισόδου – Top picks Eurobank και Πειραιώς

    Παύλος Μυλωνάς (ΕΤΕ-Εθνική Τράπεζα), Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank), Χρήστος Μεγάλου (Πειραιώς), Φωκίων Καραβίας (Εurobank)

    Παύλος Μυλωνάς (Εθνική Τράπεζα), Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank), Χρήστος Μεγάλου (Πειραιώς), Φωκίων Καραβίας (Εurobank)


    Η J.P. Morgan και ο αναλυτής Mehmet Sevim προτιμούν τις ελληνικές τράπεζες καθώς οδεύουμε προς τα αποτελέσματα για τα κέρδη του γ’ τριμήνου.

    Οι αναλυτές του οίκου πιστεύουν ότι η πρόσφατη πτώση του κλάδου προσφέρει ένα ελκυστικό σημείο εισόδου, λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή δυναμική των κερδών και τις συνεχείς ανοδικές αναθεωρήσεις των κερδών ανά μετοχή (EPS) από τις αρχές του χρόνου, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους ομολόγους της αναπτυγμένης Ευρώπης.

    «Επισημαίνουμε την Eurobank (σύσταση overweight) με την επικείμενη ενοποίηση της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο για πρώτη φορά, η οποία θα δώσει μια σαφέστερη εικόνα της συνεισφοράς της επιχείρησης γραμμή προς γραμμή και θα μετατοπίσει την προσοχή της αγοράς στις μελλοντικές δυνατότητες συνεργειών.

    Είμαστε με συστάσεις υπεραπόδοσης (overweight) και για τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες, αλλά από άποψη τακτικής προτιμούμε την Eurobank και την Tράπεζα Πειραιώς έναντι της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank βραχυπρόθεσμα.

    Για την Tράπεζα Πειραιώς, ο pro-forma δείκτης CET1 βελτιώθηκε κατά 50 μ.β. στο 14,2%, συμπεριλαμβανομένης της μερισματικής πρόβλεψης 30%, καλύπτοντας ήδη τον στόχο της εταιρείας για φέτος στο 14%.

    Θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό επίπεδο άνεσης, τόσο για τη διοίκηση, όσο και για τους επενδυτές και ένα σημαντικό έναυσμα για τη μείωση της διαφοράς αποτίμησής της σε σχέση με τις ομότιμες τράπεζες με καλύτερη αξιολόγηση (ΕΤΕ και Eurobank)», εξηγεί ο οίκος.

    Γιατί επιλέγει Eurobank και Tράπεζα Πειραιώς

    «Για την Eurobank, εκτός από την ισχυρή δυναμική του πυρήνα, θεωρούμε ότι η επερχόμενη ενοποίηση της Ελληνικής Τράπεζας το γ’ φετινό τρίμηνο αποτελεί βασικό καταλύτη για τη μετοχή, καθώς θα δώσει μια σαφέστερη εικόνα της συνεισφοράς της επιχείρησης γραμμή προς γραμμή (ιδιαίτερα επειδή οι τρέχουσες παραδοχές της Eurobank για την επιχείρηση είναι συντηρητικές και βασίζονται σε στατικό ισολογισμό) και θα μετατοπίσει την προσοχή της αγοράς στις μελλοντικές δυνατότητες συνεργειών.

    Την ίδια στιγμή, η σχετική υποαπόδοση στις ελληνικές τράπεζες είναι υπερβολική. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποαποδώσει τις αντίστοιχες αποδόσεις του δείκτη στην Ευρώπη (SX7E) και της περιοχής CEEMEA από τον Μάρτιο, αντανακλώντας την υπεραπόδοση της προσφοράς, καθώς και τη μετατόπιση από τις μετοχές που είναι ‘ευαίσθητες στα επιτόκια’.

    Ωστόσο, τα κέρδη ήταν ισχυρά και ο κλάδος έχει δει τις υψηλότερες αναθεωρήσεις EPS στην κάλυψή μας από την αρχή του χρόνου με +29%/+27% για το 2024/2025 έναντι του δείκτη SX7P +13%/+12% και του δείκτη της περιοχής της CEEMEA +6%/+6%.

    Υποθέτοντας κανονικοποιημένα επιτόκια πάνω από 2%, η σταθερή αύξηση των δανείων και η απόδοση των προμηθειών, καθώς και η χαλάρωση του κόστους κινδύνου θα αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις στα περιθώρια κέρδους, κατά την άποψή μας», συνεχίζει ο οίκος.

    «Οι προσδοκίες του consensus για τον δείκτη RοE έχουν ακολουθήσει στενά τη Νότια Ευρώπη (περίπου 13% κατά μέσο όρο για το 2025), ωστόσο με δείκτη αποτίμησης στις 0,7 φορές σε όρους P/TBV και στις 5,5 φορές για το 2025 κατά μέσο όρο P/E, ο τομέας διαπραγματεύεται με έκπτωση 37%/26%. Αυτό συνεπάγεται 19% κόστος ιδίων μετοχών (CοE) έναντι 14% για την υπόλοιπη περιφέρεια, το οποίο θεωρούμε ότι δεν δικαιολογείται.

    Η απόδοση κεφαλαίου φαίνεται όλο και πιο ελκυστική, με σωρευτικές πληρωμές από φέτος στο 26% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς. Ενώ η ευαισθησία στα επιτόκια παραμένει ένα βασικό σημείο εστίασης, είμαστε άνετοι με τις προοπτικές των κερδών του κλάδου εφόσον τα επιτόκια ομαλοποιηθούν πάνω από το 2%.

    Στα υποδείγματά μας, υποθέτουμε ότι το επιτόκιο της ΕΚΤ είναι 2%/2% στο 2025 και 2026. Μέχρι εκείνο το σημείο, θεωρούμε ότι η σταθερή αύξηση των δανείων (5-7% ρυθμός αύξησης το 2026), η ισχυρή απόδοση των προμηθειών (10%+ ετησίως) και η βελτίωση του κόστους κινδύνου θα αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις στα περιθώρια κέρδους και θα στηρίξουν τις κατώτατες γραμμές από τα υψηλά επίπεδα του 2024.

    Τα κέρδη του γ’ τριμήνου θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν σε γενικές γραμμές αυτές τις τάσεις», καταλήγει ο οίκος.

    Διαβάστε επίσης:

    Ευάγγελος Μυτιληναίος: Με ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Eurometaux εξελέγη Προέδρος για 2η συνεχή θητεία

    Apple: Yπόσχεται περισσότερες επενδύσεις στην Κίνα – Ξανά στο Πεκίνο ο Tim Cook

    L’Oreal: Οι πωλήσεις θύμα της επιβράδυνσης της ζήτησης στην Κίνα



    ΣΧΟΛΙΑ