Αμερικανικό εφετείο απέρριψε σήμερα την προσφυγή της Halkbank που ζητούσε να απορριφθούν οι κατηγορίες σε βάρος της κρατικής τουρκικής τράπεζας ότι βοήθησε το Ιράν να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις.

Το 2ο Εφετείο έκρινε ότι μολονότι η τράπεζα προστατεύεται από τον Νόμο περί ασυλίας ξένων κρατικών οντοτήτων, η κατηγορία σε βάρος της αφορά την εμπορική δραστηριότητά της, που δεν καλύπτεται από τη συγκεκριμένη νομοθεσία.

Οι εισαγγελικές αρχές κατηγορούν τη Halbank ότι μετέτρεπε σε χρυσό και κατόπιν σε μετρητά τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και εξέδιδε πλαστά πιστοποιητικά αποστολής τροφίμων για να δικαιολογήσει τη μεταφορά των πετρελαϊκών εσόδων, προς όφελος του Ιράν. Υποστηρίζουν ότι βοήθησε το Ιράν να μεταφέρει κρυφά 20 δισεκατομμύρια δολάρια και τουλάχιστον το 1 δισεκ. από αυτά τα χρήματα ξεπλύθηκε μέσω του αμερικανικού χρηματοοικονομικού συστήματος.

Η Halkbank αρνείται τις κατηγορίες της τραπεζικής απάτης, του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και της συνωμοσίας που αφορούν τη φερόμενη χρήση των υπηρεσιών της και εταιρειών στο Ιράν, την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να παρακάμψει τις κυρώσεις. Υποστήριζε επίσης ότι χαίρει ασυλίας με βάση την αμερικανική νομοθεσία επειδή είναι «συνώνυμη» με την Τουρκία, η οποία επίσης καλύπτεται από τον Νόμο περί ασυλίας ξένων κρατικών οντοτήτων. Με αυτό το σκεπτικό είχε εφεσιβάλει την απόφαση που εξέδωσε την 1η Οκτωβρίου ο δικαστής Ρίτσαρντ Μπέρμαν και επέτρεπε τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας.

Ο δικαστής Μπέρμαν έχει επιβλέψει πολλές σχετικές υποθέσεις, όπως εκείνη του πρώην στελέχους της Halkbank Μεχμέτ Χακάν Ατίλα που τελικά καταδικάστηκε από την αμερικανική δικαιοσύνη και εκείνη του Τουρκοϊρανού εμπόρου χρυσού Ρεζά Ζαράμπ, ο οποίος δήλωσε ένοχος στις κατηγορίες.

Η υπόθεση της Halkbank περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Το 2018 ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε υπόμνημά του προς τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στήριξε την αθωότητα της τράπεζας.

Διαβάστε επίσης

DER SPIEGEL: Η Halkbank του Ερντογάν απειλείται με πρόστιμο 20 δισ. δολαρίων