Για πιθανές αυξήσεις επιτοκίων στο μέλλον λόγω επιπτώσεων στο κλίμα έκανε λόγω κατά την ομιλία του στο συνέδριο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «THE FUTURE OF SUSTAINABLE FINANCE» ο πρόεδρος του Δ.Σ της Εθνικής Τράπεζας, Γκίκας Χαρδούβελης.

«Στο μέλλον, είναι πιθανό να δούμε επιπτώσεις στην τιμολόγηση των δανείων – ειδικά καθώς οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ενδέχεται να αυξηθούν για περιπτώσεις υψηλών επιπτώσεων στο κλίμα, ενώ οι τράπεζες θα αναγνωρίζουν και υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες πράσινης μετάβασης των δανειοληπτών. Οφείλουμε ωστόσο να τονίσουμε ότι υπάρχει ανάγκη ουσιαστικής βελτίωσης της ποιότητας των δεδομένων για τη βιωσιμότητα. Εδώ, υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει. Το πιο σημαντικό: Υπάρχει έλλειψη δεδομένων για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των κινδύνων τόσο για τις ρυθμιστικές αρχές όσο και για τις τράπεζες», επεσήμανε ο κ. Χαρδούβελης.

Όπως τόνισε στόχος της Ελλάδας είναι να μειώσει τις εκπομπές ρύπων κατά 55% ως το 2030, 80% ως το 2040 και να έχει μηδενικές εκπομπές ως το 2050. «Προσωρινά, ο παγκόσμιος, ευρωπαϊκός και εθνικός σχεδιασμός επηρεάζονται από την ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Δεν ανατρέπονται».

Οι μεγάλες ευκαιρίες στον τραπεζικό τομέα

Βλέπουμε δύο μεγάλες ευκαιρίες στον τραπεζικό τομέα, επεσήμανε ο Γκίκας Χαρδούβελης. Πρώτον, τη μεγάλη στροφή προς τις βιώσιμες πηγές ενέργειας και την κλιμάκωση των αιολικών καθώς και των ηλιακών έργων, όπου σύμφωνα με την McKinsey, θα χρειαστούν επενδύσεις άνω των 15 δις ευρώ ως το 2030 και άνω των 50 δις ευρώ ως το 2050.

Δεύτερον, οι ελληνικές επιχειρήσεις εκτός του κλάδου της ενέργειας και τα ελληνικά νοικοκυριά, θα επενδύσουν επίσης σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο στις μεταφορές, την ακίνητη περιουσία, τη βιομηχανία και τη γεωργία. Για να επιτευχθεί αυτό θα απαιτηθούν επενδύσεις περισσοτέρων από 65 δις ευρώ σε αυτούς τους τομείς ως το 2030 και περίπου 380 δις ευρώ ως το 2050. Για να υλοποιηθούν αυτές, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τα ιδιωτικά επενδυτικά αλλά και δημόσια κεφάλαια (συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Ανάκαμψης). Είναι φιλόδοξος στόχος, αλλά έχουμε το καθήκον σαν τράπεζες να βοηθήσουμε στην υλοποίησή του.

«Η ΕΚΤ θα ενσωματώσει τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στην ποιοτική καθοδήγηση της SREP (Διαδικασία Εποπτικής Αναθεώρησης και Αξιολόγησης). Φαίνεται ότι οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα επηρεάσουν τελικά το ύψος των κεφαλαιακών απαιτήσεων, αλλά στην τρέχουσα συγκυρία τα κλιματικά stress test του 2022 δεν θα είναι άσκηση επιτυχίας ή αποτυχίας, ούτε θα επιφέρουν άμεσες συνέπειες για τα απαιτούμενα ελάχιστα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.

Οι αυξημένες κανονιστικές απαιτήσεις οδηγούν τις τράπεζες να αναβαθμίσουν το εσωτερικό τους πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, να ενισχύσουν περαιτέρω τις ικανότητες ανάλυσης και παροχής στοιχείων τους, και να ξεκινήσουν την πλήρη αναθεώρηση του πλαισίου διακυβέρνησης, των διαδικασιών, των δεδομένων και των συστημάτων τους. Δεν είναι εύκολο.

Στην Εθνική Τράπεζα, έχουμε δημιουργήσει ένα σταθερό αποτύπωμα στην χρηματοδότηση του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και διατηρούμε, επίσης, μια ισχυρή τραπεζική παράδοση σε σχέση με τους πυλώνες «S» και «G» του ESG, έχοντας λάβει το βραβείο Diamond ESG & Social Responsibility του Ινστιτούτου Εταιρικής Υπευθυνότητας (CRI). Τέσσερις φορές μέσα στα 14 χρόνια που απονέμεται στην Ελλάδα.

Με οδηγό την μέχρι σήμερα εμπειρία μας, ο μετασχηματισμός των τραπεζών όσον αφορά τη βιωσιμότητα απαιτεί ενεργή καθοδήγηση από πάνω προς τα κάτω, από το Διοικητικό Συμβούλιο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και συνεχή από κάτω προς τα πάνω συνεργασία από δια-τομεακές ομάδες που καλύπτουν και τις τρεις γραμμές άμυνας».

Κλείνοντας είπε πως «είμαστε ακόμη στα πρώτα στάδια αυτής της διαδικασίας. Ωστόσο, η υλοποίηση επιταχύνεται. Είναι σημαντικό ότι επιλέξαμε να ανανεώσουμε τη Δήλωση Σκοπού μας ώστε να αντικατοπτρίζει τη νέα πραγματικότητα που αναδύεται. Δηλαδή, να δημιουργήσουμε ένα πιο υγιές και πιο βιώσιμο μέλλον, μαζί με τους πελάτες μας και τα στελέχη μας, σύμφωνο με το όραμα των υπευθύνων χάραξης πολιτικής και τις προσδοκίες των ρυθμιστικών αρχών μας, των επενδυτών μας και της κοινωνίας γενικότερα. Αυτός είναι ο σκοπός που θα μας οδηγήσει μπροστά και νιώθω σίγουρος ότι όλοι συμμεριζόμαστε τη σημασία του».