Ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κ. Γιώργος Χαντζηνικολάου
Οι τράπεζες είναι έτοιμες να χρηματοδοτήσουν όλα τα αξιόπιστα επενδυτικά σχέδια, διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια και ρευστότητα, και θα έχουν ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση και απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, τόνισε ο κ. Γιώργος Χαντζηνικολάου, Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, μιλώντας στην εκδήλωση του ΙΟΒΕ «Greece and the Recovery & Resilience Plan».
Χαρακτήρισε «πρόκληση» για το τραπεζικό σύστημα, αλλά και το Δημόσιο, να συνδράμει έναν μεγάλο αριθμό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από τη δεκαετή κρίση και την πανδημία, και δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα κριτήρια του Ταμείου, και πρόσθεσε ότι οι τράπεζες καταβάλλουν προσπάθειες για να διευρυνθεί ο αριθμός των επιλέξιμων εταιρειών, ενθαρρύνοντας εξαγορές και συγχωνεύσεις, παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες για την εξυγίανση του ισολογισμού, τη βελτίωση της διακυβέρνησης, την κατάρτιση ενός αξιόπιστου business plan.
«O υψηλός ρυθμός ανάπτυξης θα ενισχύσει και τις προοπτικές των εταιρειών αυτών να βελτιώσουν την εικόνα τους και να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που υπάρχουν», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, από την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα με την οποία θα κινηθεί ο δημόσιος, ο ιδιωτικός τομέας και οι τράπεζες και από τη μεταξύ τους συνεργασία θα εξαρτηθεί η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και των άλλων ευρωπαϊκών πόρων με τρόπο που θα οδηγήσει στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας και στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι μακροοικονομικές προοπτικές είναι ευνοϊκές, με πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης άνω του 8% φέτος και περίπου 4% το 2022, και πόροι σχεδόν 60 δις ευρώ (32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και 26,7 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ) θα είναι διαθέσιμοι για τη χώρα.
«Εάν οι πόροι αυτοί διοχετευτούν σωστά, θα στηρίξουν επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, υψηλής τεχνολογίας και φιλικές προς το περιβάλλον προς τομείς κρίσιμους για την οικονομία, όπως η πράσινη μετάβαση, η ψηφιοποίηση και η απασχόληση», σημείωσε.
Οι διεθνείς επενδύσεις άνω των 10 δισ. ευρώ που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του έτους σε τράπεζες και επιχειρήσεις σε τομείς, όπως η ενέργεια, η φαρμακοβιομηχανία, οι τηλεπικοινωνίες, οι υποδομές, ο τουρισμός, το real estate αποτελούν ενθαρρυντικές ενδείξεις και έχουν στηριχθεί στο βελτιούμενο πολιτικό και οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές της οικονομίας, ανέφερε ο κ. Χαντζηνικολάου.
Τόνισε πως «είναι κρίσιμο να υπάρξει ο συντονισμός των πρωτοβουλιών μεταξύ τραπεζών, ιδιωτικού τομέα και δημοσίου για να διατηρηθεί η θετική τάση».
«Οι τράπεζες είναι έτοιμες να χρηματοδοτήσουν όλα τα αξιόπιστα επενδυτικά σχέδια, διαθέτοντας σημαντικά κεφάλαια και ρευστότητα, ενώ θα έχουν ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση και απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης».
«Προς αυτή την κατεύθυνση, θα υπάρξει υγιής ανταγωνισμός αφού οι ελληνικές τράπεζες θα ανταγωνιστούν η μία την άλλη, αλλά και τις ευρωπαϊκές τράπεζες και οργανισμούς, όπως την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης», συμπλήρωσε ο κ. Χαντζηνικολάου.
Σε ότι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, οι ελληνικές υγιείς επιχειρήσεις θα πρέπει να κινητοποιηθούν και να φέρουν σοβαρά επενδυτικά σχέδια ώστε να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και να είναι διατεθειμένες να συμμετάσχουν οι ίδιες, συμβάλλοντας με τουλάχιστον 20% του κόστους της επένδυσης.
Και σε αυτό το σημείο, οι τράπεζες θα βοηθήσουν, χρηματοδοτώντας επενδυτικά πλάνα και λειτουργώντας συμβουλευτικά, όπως επισήμανε ο Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς.
Tέλος, όσον αφορά το ρόλο του κράτους, είναι αναγκαίο επίσης να κινητοποιηθεί – και οι ενδείξεις είναι ήδη θετικές – προκειμένου να ενισχυθεί η διαχειριστική ικανότητα των μηχανισμών του Δημοσίου και ειδικά των οργανισμών που σχετίζονται με την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Αυτό το σημείο είναι καίριο για την εφαρμογή του Στρατηγικού Σχεδίου Ελλάδα Greece 2.0, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς και επισήμανε ότι είναι αναγκαίο να αρθούν εμπόδια κανονιστικά, γραφειοκρατικά και διοικητικά και να υπάρχει ένα νέο πλαίσιο, σύγχρονο, διαφανές και ευέλικτο.