ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Απόδειξη της επιτυχούς ολοκλήρωσης του ρόλου του Ταμείου και φυσική κατάληξη της διαδικασίας επανόδου των τραπεζών στην κανονικότητα αποτελεί η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τη Eurobank, όπως επισημαίνει ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας.
Ο κ. Καραβίας μεταξύ άλλων ανέφερε σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ότι οι πραγματικές απώλειες του Δημοσίου από την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας είναι μικρές.
«Η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τη Eurobank αποτελεί απόδειξη της επιτυχούς ολοκλήρωσης του ρόλου του. Ταυτόχρονα, ανοίγει τον δρόμο για την αντίστοιχη διαδικασία και για τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες. Άποψή μου είναι ότι είναι σκόπιμο να γίνει εντός του χρονοδιαγράμματος που έχει ανακοινωθεί, ανεξάρτητα από την πιθανή μεταβλητότητα στις διεθνείς χρηματαγορές και εκτιμώ ότι το ενδιαφέρον που θα υπάρξει θα είναι ισχυρό κατά τη διάθεση μετοχών των άλλων τριών συστημικών τραπεζών», εξηγεί ο κ. Καραβίας.
«Συνολικά το Δημόσιο κατέβαλε 11,4 δισ. έχοντας ήδη ωφεληθεί μέσω μείωσης του χρέους 9,8 δισ. ευρώ»
Αναφορικά με τα χρήματα που καταβλήθηκαν για τη στήριξη των τραπεζών ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank ανέφερε ότι για τη Eurobank, το Δημόσιο είχε καταβάλει 5,8 δισ. σε κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίησή της το 2013, ενώ για το Tαχυδρομικό Tαμιευτήριο και την Proton, καταβλήθηκαν 4,5 και 1,2 δισ. αντιστοίχως. Από το συνολικό ποσό των 11,4 δισ. που κάλυψαν αυξήσεις κεφαλαίου και χρηματοδοτικό κενό, ο κ. Καραβίας τονίζει ότι σχεδόν το 40% του προαναφερθέντος ποσού αφορά το Tαχυδρομικό Tαμιευτήριο που τότε ήταν υπό τον πλήρη κρατικό έλεγχο.
«Εναντι αυτών, το ελληνικό Δημόσιο θα εισπράξει τώρα 93,75 εκατ., εγγράφοντας απώλειες της τάξης του 99%, κατά την άποψη που αναφέρατε. Ωστόσο, αυτό είναι ανακριβές, γιατί λαμβάνει υπόψη μόνο τι εισπράττει το Δημόσιο σήμερα. Όμως, το 2012, το Δημόσιο είχε ήδη επωφεληθεί μέσω του PSI και της επαναγοράς των ομολόγων κατά 9,8 δισ., ποσό που μείωσε το τότε δημόσιο χρέος. Συγκεκριμένα, από τη Eurobank, το TT και την Proton εισέπραξε 6,2 δισ., 3,4 δισ. και 200 εκατ. ευρώ αντίστοιχα από τη μείωση της αξίας των ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους. Μόνο από τη Eurobank, εισέπραξε μέσω του PSI, ποσό μεγαλύτερο από αυτό που κατέβαλε στην αύξηση κεφαλαίου του 2013. Επομένως, συνολικά το Δημόσιο κατέβαλε 11,4 δισ. έχοντας ήδη ωφεληθεί μέσω μείωσης του χρέους 9,8 δισ. ευρώ» ανέφερε ο CEO της Eurobank.
Ο Φωκίων Καραβίας στη συνέχεια δεν παρέλειψε να σχολιάσει και τη μεγάλη διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων. «Η ΕΚΤ έχει ανεβάσει τα επιτόκια στο υψηλότερο επίπεδο ιστορικά για το ευρώ, και με τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης των τελευταίων 40 ετών. Αυτή η μετάβαση, από καθεστώς μηδενικών επιτοκίων στα παρόντα επίπεδα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, έχει οδηγήσει σε μια ασυμμετρία μεταβολής των επιτοκίων καταθέσεων σε σχέση με τα δάνεια που είναι προς όφελος της κερδοφορίας των τραπεζών. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Κύπρος, κ.ά., χώρες όπου ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι χαμηλός.
Θεωρώ ότι αυτή η ασυμμετρία δεν θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήδη τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων έχουν ανέβει αισθητά τους τελευταίους μήνες, χωρίς πάντως να βλέπουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την πλευρά των καταθετών. Παράλληλα, υπάρχουν διαθέσιμα προϊόντα που παρέχουν αποδόσεις γύρω στο 3%. Συγχρόνως, οι ισχυροί ισολογισμοί του κλάδου έδωσαν τη δυνατότητα στις ελληνικές τράπεζες να προσφέρουν, μόνες αυτές στην Ευρωζώνη, σε όλους τους ενήμερους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων το πάγωμα του euribor στο επίπεδο του Μαρτίου 2023. Σχετικά με την κερδοφορία του τραπεζικού τομέα, πράγματι το 2023 θα είναι μια καλή χρονιά, όπως ήταν και το 2022. Θυμόμαστε όμως μόνο τις κερδοφόρες χρήσεις και ξεχνάμε ότι τις δύο προηγούμενες χρονιές, το 2020 και το 2021, το τραπεζικό σύστημα είχε σωρευτικές ζημίες 6,5 δισ. ευρώ. Τα περσινά και φετινά κέρδη απλά καλύπτουν αυτές τις ζημίες».
«Τα τελευταία χρόνια ήταν ιδιαίτερα καλά για την οικονομία»
Με αποκορύφωμα την πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ο κ. Καραβίας χαρακτήρισε την πορεία της ελληνικής οικονομίας. ιδιαίτερα καλή.
«Πράγματι, τα τελευταία χρόνια ήταν ιδιαίτερα καλά για την οικονομία, με ορόσημο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως οικονομία αντιμετωπίζουμε ακόμη σημαντικές προκλήσεις. Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης παραμένει εξαιρετικά υψηλό, πάνω από 400 δισ. ευρώ, και επιβάλλει διαρκή δημοσιονομική σύνεση. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών είναι επίσης υψηλό, κοντά στο 10% το 2022. Τέλος, η κάλυψη του επενδυτικού κενού των 100 και πλέον δισ. αποδεικνύεται δυσκολότερη από τις προβλέψεις.
Και οι τρεις αυτές προκλήσεις, αλλά και η ανάγκη για διατηρήσιμη ανάπτυξη, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με μία συνταγή: επενδύσεις και κυρίως επενδύσεις που αφορούν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Επομένως, είναι ώρα να επιταχύνουμε στον αγώνα δρόμου για την προσέλκυση επενδύσεων, ιδιωτικών και δημόσιων, εγχώριων και ξένων. Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι μεγάλος».
Διαβάστε επίσης:
Επανασχεδιασμός των δρομολογίων κρουαζιέρας μετά την νέα ανάφλεξη στην Μ. Ανατολή
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Νέα Οδός – Κεντρική Οδός: Motorway Company of the Year για 2η συνεχή χρονιά στα Mobility Awards 2024
- Porsche turbo: 50 χρόνια εξέλιξης!
- Βασίλης Πατέρας: Η αγάπη του για τη θάλασσα προσφορά για τις ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού
- ΕΛΓΑ: Την Παρασκευή πιστώνει αποζημιώσεις ύψους 1.236.619,08 ευρώ για Daniel,Elias – Κατέβαλλε 3,5 εκατ. ευρώ για εκκαθαρίσεις του 2021