Σημαντική αποκλιμάκωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας αναμένει η Εθνική Τράπεζα, η οποία «βλέπει» υποχώρηση στο 6,5% του ΑΕΠ το 2023 και στο 4% κατά μέσο όρο την περίοδο του 2024 – 2026.

Η εν λόγω εκτίμηση, σύμφωνα με την ανάλυση της τράπεζας, οφείλεται στην υποχώρηση των επιδράσεων αφενός από τις πρωτοφανείς ανατιμήσεις στις εισαγωγές, αφετέρου από την εκτίναξη της μετα-πανδημικής ζήτησης.

Τα βασικά στοιχεία της μελέτης της ΕΤΕ

Η σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) της Ελλάδας κατά σχεδόν €8,0 δισ. σε ετήσια βάση το 2022, στο 9,7% του ΑΕΠ, προκάλεσε εύλογα ερωτήματα και ανησυχίες αναφορικά με το ενδεχόμενο ανάδυσης νέων ανισορροπιών στην οικονομία.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στις αιτίες της επιδείνωσης καταδεικνύει ότι αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε έκτακτους και, εν πολλοίς, εξωγενείς και αναστρέψιμους παράγοντες, οι οποίοι έχουν αρχίσει να υποχωρούν ήδη από τις αρχές του 2023.

Ο διπλασιασμός στο έλλειμμα του ισοζυγίου καυσίμων στο ιστορικό υψηλό των €13,2 δισ. (6,3% του ΑΕΠ από 3,2% του ΑΕΠ το 2021 και 3,0% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, το 2011-2020) εξηγεί το μεγαλύτερο μέρος της διεύρυνσης του ελλείμματος το 2022.

Η μεσοσταθμική μείωση των τιμών ενέργειας κατά 25% το 2023 – που ήταν ακόμη μεγαλύτερη το πρώτο τρίμηνο του 2023 — αναμένεται να συρρικνώσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο καυσίμων κατά σχεδόν 2,3% του ΑΕΠ το 2023.

Αντιστοίχως, και το εμπορικό έλλειμμα εκτός καυσίμων αναμένεται να σημειώσει ήπια υποχώρηση το 2023, κατά 0,3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω συγκράτησης της δαπάνης για εισαγωγές.

Η αύξηση των τουριστικών εσόδων, με ρυθμό υψηλότερο του 10%, και η υποχώρηση των τιμών εισαγωγών θα μπορούσαν να συμπιέσουν το έλλειμμα ακόμη και χαμηλότερα από το 6,0% του ΑΕΠ το 2023.

Το έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 4,0% του ΑΕΠ, κατά μ.ο., για την περίοδο 2024-26, καθώς η εξωτερική ζήτηση εκτιμάται ότι θα ισχυροποιηθεί μετά την αναμενόμενη προσωρινή επιβράδυνση κατά το 2023, υποστηρίζοντας την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και την τουριστική δραστηριότητα.

Επιπλέον, οι τιμές των εισαγωγών (τόσο των ενεργειακών όσο και των μη ενεργειακών προϊόντων) αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω, οδηγώντας σε βελτίωση των όρων εμπορίου μεσοπρόθεσμα.
Οι αναμενόμενες εξελίξεις στο επίπεδο καθαρής αποταμίευσης της ελληνικής οικονομίας συνηγορούν επίσης σε σημαντική συρρίκνωση του εξωτερικού ελλείμματος

Καθώς το έλλειμμα στο ΙΤΣ αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των επενδύσεων και της εγχώριας αποταμίευσης στην οικονομία, η ανάλυση της καθαρής αποταμιευτικής θέσης ή, ισοδύναμα, των καθαρών δανειακών αναγκών των βασικών τομέων της οικονομίας, παρέχει σημαντική πληροφόρηση αναφορικά με τους παράγοντες που θα συμβάλουν στη συρρίκνωση του ελλείμματος τα επόμενα χρόνια

Υπό τη συγκεκριμένη οπτική, η διεύρυνση του ελλείμματος το 2022 οφείλεται ως επί το πλείστον στην ισχυρότατη αύξηση της δαπάνης των νοικοκυριών (αύξηση ιδιωτικής κατανάλωσης κατά €10 δισ. ετησίως σε σταθερές τιμές με παράλληλη αύξηση των επενδύσεων από τα νοικοκυριά κατά €1,0 δισ. περίπου, κυρίως σε κατασκευή κατοικιών).

Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε αποφασιστικά η πραγματοποίηση, το 2022, δαπανών που είχαν αναβληθεί κατά την περίοδο της πανδημίας – όταν η καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών πέρασε προσωρινά σε θετικό έδαφος, κυμαινόμενη στα €2,5 δισ. ετησίως το 2020-21.

Από το 2023 και μετά, η τελική δαπάνη των νοικοκυριών αναμένεται να εμφανίσει πολύ ισχυρότερη συσχέτιση με το διαθέσιμο εισόδημα, συρρικνώνοντας το αρνητικό αποταμιευτικό ισοζύγιο των νοικοκυριών και κατά συνέπεια τη ζήτηση για εισαγωγές και το έλλειμμα στο ΙΤΣ.

Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) εμφάνισαν περιορισμένη αρνητική απόκλιση μεταξύ των αποταμιεύσεων και των επενδύσεών τους το 2022, ύψους -€2,5 δισ. παρά τη σημαντική αύξηση των κεφαλαιουχικών επενδυτικών δαπανών τους κατά €6,3 δισ. Η σταθερή βελτίωση στην κερδοφορία τους επέτρεψε να χρηματοδοτήσουν σημαντικό τμήμα των επενδυτικών δαπανών τους.

Η αυξημένη παραγωγική αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την περαιτέρω υποχώρηση κάποιων πτυχών του κόστους παραγωγής, αναμένεται να τους επιτρέψει να εμφανίσουν πλεόνασμα καθαρής αποταμίευσης ύψους περίπου 0,6% του ΑΕΠ την επόμενη τριετία συντείνοντας στη μείωση του εξωτερικού ελλείμματος.

Αναφορικά με τη συνεισφορά του δημοσίου τομέα στη μεταβολή της καθαρής εγχώριας αποταμίευσης κατά το 2022, εκτιμάται ότι συνέτεινε στη μείωση του εξωτερικού ελλείμματος κατά σχεδόν 5,0% του ΑΕΠ, ύστερα από την προσωρινή αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, στα €15 δισ. κατά μέσο όρο το 2020-21

Η επιστροφή σε βιώσιμο, ακόμη πιο υψηλό, πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα από το 2023 και μετά, αναμένεται να μεταφραστεί και σε περαιτέρω βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά σχεδόν 2,0% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2022.

Συνολικά, η συνδυαστική βελτίωση του ισοζυγίου αποταμιεύσεων/επενδύσεων των βασικών τομέων οικονομικής δραστηριότητας επιβεβαιώνει την εκτίμηση για μείωση του ελλείμματος του ΙΤΣ στο 4%, ή και ακόμη χαμηλότερα, την περίοδο 2024-26.

Διαβάστε επίσης:

Στουρνάρας: «Στόχος μου είναι να τελειώσω τη θητεία μου στην ΤτΕ»