Καθώς το έτος πλησιάζει στο τέλος του, οι αναλυτές της Deutsche Bank βλέπουν την ανάκαμψη που σημείωσαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες το 2021 και αξιολογούν ότι η διατήρηση αυτής της δυναμικής το 2022 θα είναι πιο δύσκολη, αλλά εφικτή, με βάση την εμπειρία του παρελθόντος και την πεποίθηση ότι η οικονομία θα συνεχίσει να ανακάμπτει μόλις η πανδημία αρχίσει να υποχωρεί.

Ωστόσο, οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών συνοδεύονται από μια αίσθηση déjà-vu, σύμφωνα με τους αναλυτές, οι οποίοι διακρίνουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ της σημερινής μακροοικονομικής εικόνας των ευρωπαϊκών τραπεζών (κυρίως των επενδυτικών) με εκείνη που υπήρχε το 2009 και αξιολογούν ότι η ανάκαμψη των τραπεζών από την πανδημία μοιάζει κάπως με αυτήν από την οικονομική κρίση του 2008.

Ηχηρή η ανάκαμψη του τραπεζικού τομέα το 2021

Το 2021, τα αποτελέσματα των μεγάλων τραπεζών για τους πρώτους εννέα μήνες του έτους δείχνουν ηχηρή ανάκαμψη, με τις προβλεπόμενες ζημίες να βρίσκονται σε καθοδική πορεία προς νέα χαμηλά δεκαπέντε ετών (-54% σε ετήσια βάση).

Η μείωση των ζημιών ήταν μεγαλύτερη στις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης από ό,τι στις χώρες της δυτικής και νότιας Ευρώπης. Επιπλέον, τα έσοδα φαίνεται ότι θα σημειώσουν υγιή αύξηση (+5%), η οποία ενισχύεται από τα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες (+12%) και τα έσοδα από συναλλαγές (+5%), αντισταθμίζοντας έτσι υπέρ του δέοντος τη συνεχόμενη συρρίκνωση των καθαρών εσόδων από τόκους (-1½%).

Αυτό έφερε μια ισχυρή ανάκαμψη των καθαρών κερδών σήμερα (+219% σε ετήσια βάση), η οποία εκτιμάται από τους αναλυτές ότι θα μπορούσε να οδηγήσει στα υψηλότερα ετήσια κέρδη από την περίοδο της κρίσης.

Οι δραστηριότητες των τραπεζών που συνδέονται με την κεφαλαιαγορά (δηλαδή η επενδυτική τραπεζική και η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων) σημείωσαν εντυπωσιακές επιδόσεις φέτος, άλλη μια ομοιότητα με το 2009.

Ωστόσο, αυτό μπορεί να σημάνει το τέλος της μειωτικής τάσης των διοικητικών εξόδων των τελευταίων πέντε ετών τα οποία αυξήθηκαν κατά 1½% τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2021 συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο. ρηματικούς τομείς. Ο δείκτης κόστους-εσόδων, όμως, μειώθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες στο 61%, επιστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό στα επίπεδα των τελευταίων ετών.

Από πλευράς κεφαλαίων και ρευστότητας, είναι αξιοσημείωτο ότι τόσο ο δείκτης CET1 όσο και ο δείκτης μόχλευσης παραμένουν ουσιαστικά σε επίπεδα ρεκόρ, παρά το γεγονός ότι επανήλθαν πλήρως οι πληρωμές προς τους μετόχους. Ο δείκτης CET1 αυξήθηκε κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση στο 14,7% κατά μέσο όρο, ενώ ο δείκτης μόχλευσης κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες στο 5%. Η αξιολόγηση αυτή αγνοεί βέβαια την πιθανότητα ορισμένες τράπεζες της Ευρωζώνης να εξαιρούν προσωρινά ορισμένα ανοίγματα σε κεντρικές τράπεζες από τον υπολογισμό του δείκτη.

Μετά τη λήξη της «απαγόρευσης καταβολής μερισμάτων» που είχε επιβάλει η ΕΚΤ, στα τέλη Σεπτεμβρίου, πολλές τράπεζες έσπευσαν να επιστρέψουν δισεκατομμύρια κεφάλαια στους ιδιοκτήτες τους, με τη μορφή μερισμάτων ή επαναγορές μετοχών ή με συνδυασμό των δύο. Ορισμένες τράπεζες διανέμουν τώρα ακόμη και «εκκρεμή» μερίσματα που είχαν προγραμματιστεί για το έτος 2019 και είχαν ανασταλεί με την έναρξη της πανδημίας. Ο δείκτης LCR συνέχισε να ανεβαίνει, αν και λιγότερο έντονα από ό,τι προηγουμένως, σε νέο υψηλό ρεκόρ 161% (+4½ π.μ.)

Λιγότερο εντυπωσιακές οι εξελίξεις σε όρους ισολογισμού

Το συνολικό ενεργητικό αυξήθηκε κατά 3% σε ετήσια βάση, γεγονός που υποδηλώνει σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, μετά την ταχεία επέκταση του περασμένου έτους. Ομοίως, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε κατά 3½% και το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό κατά 1%.

Πράγματι, ο ρυθμός αύξησης των επιχειρηματικών δανείων στην ευρωζώνη έχει υποχωρήσει από το υψηλό του 5,8% τον Μάιο του 2020 σε μόλις 1,1% σήμερα (κοντά σε προ κρίσης ποσοστά). Από την άλλη πλευρά, τα δάνεια λιανικής διατηρούν την ισχυρή δυναμική τους (+4%), με κινητήρια δύναμη τα ενυπόθηκα δάνεια. Τα διαθέσιμα ρευστότητας των τραπεζών στην κεντρική τράπεζα είναι ο μόνος τομέας που εξακολουθεί να απέχει ακόμα πολύ από το φυσιολογικό. Στα τέλη Οκτωβρίου, είχαν φτάσει στο ιλιγγιώδες ποσό των 4,6 τρισ. ευρώ -πάνω από το 12% του συνολικού ενεργητικού- παρά το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ.

Τα έσοδα αναμένεται επίσης να επηρεαστούν θετικά από μια συγκρατημένη αύξηση των επιτοκίων και την αναμενόμενη ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας σε όλους τους τομείς: οι κυβερνήσεις θα μοιράσουν τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι εταιρείες θα αυξήσουν πιθανότατα τις επενδύσεις και τα νοικοκυριά θα χρησιμοποιήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους για κατανάλωση.

Ομοίως, οι ζωηρές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στις αγορές θα μπορούσαν να ομαλοποιηθούν περαιτέρω, όσον αφορά τον όγκο των συναλλαγών και των εκδόσεων, καθώς και τις αποτιμήσεις. Οι τράπεζες θα έρθουν επίσης αντιμέτωπες με τη λήξη των ευνοϊκών όρων χρηματοδότησης τον Ιούνιο (επιτόκια έως και -1%) στο πλαίσιο των TLTROs (στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης) της ΕΚΤ. Κατά συνέπεια, ενδέχεται η πρόωρη αποπληρωμή ενός σημαντικού όγκου TLTRO. Κάτι τέτοιο δεν κρίνεται όμως ανησυχητικό, σύμφωνα με την DB, λόγω της άφθονης ρευστότητας, της επαρκούς ευελιξίας του χρονοδιαγράμματος και της ύπαρξης εναλλακτικών λύσεων.

Τέλος, η μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη οικονομία και ένα πράσινο οικονομικό σύστημα θα φέρει τη νέα φορολογική νομοθεσία της ΕΕ η οποία θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις εκθέσεις επίδοσης ESG των τράπεζων, αλλά και θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τις χρηματοδοτικές και επενδυτικές αποφάσεις τους.

Διαβάστε επίσης

Deutsche Bank: Αυξάνει τις προσλήψεις καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος αναζήτησης ταλέντων στις τράπεζες