Κόντρα στην απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που πριν από 1,5 χρόνο «έσβησε» κάθε ελπίδα για τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο, μπαίνουν δύο πρωτοδίκες δικαστές.

Οι δικαστές, μέλη της σύνθεσης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαφωνούν με την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας και τάσσονται υπέρ των δανειοληπτών.

Προχώρησαν μάλιστα ένα μεγάλο βήμα παραπέρα, καθώς γνωρίζουν ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δεσμευτική και προσέφυγαν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Έστειλαν προδικαστικά ερωτήματα και ζητούν απαντήσεις για την αποπληρωμή των δανείων που έχουν ληφθεί σε ελβετικό φράγκο.

Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, κατά πλειοψηφία με ψήφους 2 έναντι 1, με την υπ’ αριθμόν 1599 απόφαση του, διαφώνησε με την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που είχε δικαιώσει τις τράπεζες, κρίνοντας τότε ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας.

Οι δύο δικαστές συντάχθηκαν με την άποψη της μειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τώρα όλα θα κριθούν από τις απαντήσεις στα 4 ερωτήματα που απεστάλησαν στο ΔΕΕ.

«Τα Ελληνικά δικαστήρια μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών, οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου», αναφέρεται στο σκεπτικό της πλειοψηφίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο ανέβαλε την έκδοση απόφασης για την προσφυγή δανειολήπτη, έως ότου απαντήσει το ΔΕΕ.

«Νησίδα ελπίδας για όλους τους δανειολήπτες, των οποίων οι προσδοκίες δικαίωσης είχαν εξανεμιστεί μετά την απόφαση 4/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου», χαρακτηρίζει την απόφαση του του Πρωτοδικείου Αθηνών ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δανειολήπτη Βασίλης Ηλ. Κοντογιάννης.

«Η απόφαση  «απηχεί»  τόσο την άποψη της “ισχυρής μειοψηφίας” της Σύνθεσης της Ολομέλειας του ΑΠ, όσο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα και ισχυροποιεί την επιθυμία για εξεύρεση μιας δικαιοπολιτικά ορθής λύσης σε αυτό το μείζον κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα,  το οποίο κατέστησε ομήρους χιλιάδες», συμπληρώνει ο κ. Κοντογιάννης.

Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, 70.000 δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο κλήθηκαν να συνεχίσουν να αποπληρώσουν τα δάνεια τους σύμφωνα με την τρέχουσα ισοτιμία και όχι με αυτή που ίσχυε κατά τη σύναψη του δανείου τους. Λόγω της ανατίμησης του νομίσματος, έχουν δει το αρχικό κεφάλαιο του δανείου τους να αυξάνεται, παρά το γεγονός ότι πλήρωναν κανονικά τις δόσεις τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τα 4 ερωτήματα στο  Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι Έλληνες δικαστές απευθύνουν τα εξής 4 προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αναμένεται να συνεδριάσει για να αποφανθεί μέσα στο Νοέμβριο:

1) Κατά την έννοια του άρθρου 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ που προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, μπορεί ένα κράτος μέλος να μην ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο και ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου;

2) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της Οδηγίας 93/13/ΕΚ αν και δεν εισήλθε ρητά στο Ελληνικό δίκαιο εισήλθε έμμεσα σύμφωνα με το περιεχόμενο των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω Οδηγίας, όπως αυτό μεταφέρθηκε στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 22541/1994;

 3) Στην έννοια των καταχρηστικών όρων και του εύρους τους όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 93/13 περιέχεται η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της οδηγίας 93/13;

4) Καταλαμβάνεται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας γενικού όρου συναλλαγής κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, ο όρος σε πιστωτική σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο κανόνα ενδοτικού δικαίου του κράτους μέλους, εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγμάτευσης;

Το σκεπτικό της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου

Οι τρεις δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναπτύσσουν το σκεπτικό της υπ’ αριθμόν 1599/2020 απόφασης τους ως εξής:

«Αντικείμενο διχογνωμίας στην Ελληνική Νομολογία αποτελεί το ζήτημα αν η ανωτέρω εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ παρόλο που δεν έχει εισαχθεί ρητά στο Ελληνικό δίκαιο, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ερμηνευτικά ότι έχει εισαχθεί με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο έλεγχος καταχρηστικότητας όρου σε δανειακή σύμβαση ο οποίος επαναλαμβάνει, νομοθετική διάταξη και εν προκειμένω τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ.

 Σχετικά με το ανωτέρω ζήτημα με την υπ’ αριθ. 4/2019 απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι: «είναι αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των όρων που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το Ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το Ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”.

Επομένως, για να υπάρξει κατά το Ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”.

Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994.

Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι «όρος που απηχεί νομοθετική διάταξη», ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.

Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου.»

Η άποψη της μειοψηφίας

 Ένας από τους 3 δικαστές μειοψήφισε. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται:

«Σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, την οποία (κατά πλειοψηφία) υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, ως προς το εν λόγω ζήτημα έγινε δεκτό ότι: «η εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, η οποία δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ερμηνευτικά ότι εμπεριέχεται στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994. Αν ο εθνικός νομοθέτης ήθελε τη μεταφορά του, θα το έπραττε με ρητό και ειδικό τρόπο, σε κάθε δε περίπτωση οι εξαιρέσεις από τον κανόνα (ότι όλοι οι ΓΟΣ πρέπει να ελέγχονται για καταχρηστικότητα) πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά, ώστε να μη φαλκιδεύεται ο κανόνας αυτός.

Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι η Οδηγία 93/13/ΕΚ προέβη σε μερική μόνο κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 του Προοιμίου της, παρέχοντας με το άρθρο 8 αυτής εξουσιοδότηση στα κράτη να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από αυτήν, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.

Τούτο επιτυγχάνεται με τη μη μεταφορά διατάξεων της Οδηγίας που περιορίζουν το πεδίο προστασίας του καταναλωτή, όπως συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, που δεν μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο, παρά τις διαδοχικές, τροποποιήσεις του ν. 2251/1994. Έτσι, εφόσον υπήρξε σκόπιμη παράλειψη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, αυτή (Οδηγία), κατά τη μη μεταφερθείσα διάταξή της, δεν παράγει άμεσο οριζόντιο (μεταξύ ιδιωτών) αποτέλεσμα, ούτε είναι δυνατή η σύμφωνη προς το πνεύμα και τους σκοπούς της Οδηγίας ερμηνεία του εθνικού δικαίου και δη της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994), αφού θα προκαλούσε απομείωση της μεγαλύτερης προστασίας του καταναλωτή στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του Ν.2251/1994 (με τη μη μεταφορά της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας) και συνεπώς θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

 «Αμφιβολία…»

Η διαφωνία των 3 δικαστών οδήγησε στην αναγκαιότητα αποστολής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ. Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης:

«Στην προκειμένη περίπτωση ανακύπτει αμφιβολία ως προς την ερμηνεία διατάξεων της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, και ειδικότερα το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας σε περίπτωση που η εν λόγω διάταξη δεν έχει ενσωματωθεί ρητά σε μία Εθνική, εν προκειμένω, την Ελληνική Νομοθεσία.

Επομένως, το Δικαστήριο αυτό θεωρεί απαραίτητο να απευθύνει ερώτημα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η ανωτέρω κρίση αποτελεί προκριματικό ζήτημα για την εξέταση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας ως καταχρηστικών των προαναφερθέντων υπ’ αριθ. 4.5 και 8.1 παρ. 3 της ένδικης δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα, σε περίπτωση που κριθεί ότι η ως άνω εξαίρεση δεν έχει εισαχθεί στο Ελληνικό δίκαιο, τότε το παρόν Δικαστήριο δύναται να κηρύξει άκυρους τους ανωτέρω όρους λόγω καταχρηστικότητας, δυνατότητα η οποία δεν υπάρχει σε περίπτωση που κριθεί ότι πράγματι η ανωτέρω εξαίρεση, μπορεί να θεωρηθεί, ερμηνευτικά, ότι έχει εισαχθεί στο Ελληνικό δίκαιο. 10. Σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο, έχει τη γνώμη κατά πλειοψηφία, ότι η εν λόγω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ δεδομένου ότι δεν έχει εισαχθεί ρητά στο Ελληνικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται, με αποτέλεσμα τα Ελληνικά δικαστήρια να μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών, οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, υποστηρίχθηκε η άποψη (ΟλΑΠ 4/2019) ότι, παρότι, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το Ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνείας.

Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2251/1994 αποτελεί αυτούσια μεταφορά των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ. Επομένως, αντιστοιχίζοντας το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων (6 παρ. 2 Ν. 2251/1994 = 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 93/13/ΕΚ) καταλήγουμε στο πρόδηλο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με την εν λόγω άποψη η εξαίρεση του ελέγχου καταχρηστικότητας των όρων που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου, παρόλο που δεν εισήχθη με ρητή διάταξη στο Ελληνικό δίκαιο εν τούτοις μπορεί να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας. Η ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση αποτελεί και ένα από τα προδικαστικά ερωτήματα που απευθύνονται στο ΔΕΕ, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 Ωστόσο ένα μέλος του Δικαστηρίου, είχε την άποψη ότι ήδη κρίθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατά πλειοψηφία με την υπ. αριθ. 4/2019 απόφασή του, ότι: «η ως άνω εξαίρεση των όρων που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το Ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το Ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το Ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα «την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή». Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου». Έχει επομένως, ήδη κριθεί το εν λόγω νομικό ζήτημα από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εκδικαστεί από τον παρόν Δικαστήριο και να κριθεί κατά τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα χωρίς την ανάγκη προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης”.