Ιδιαίτερα βαρύς αποδεικνύεται ο λογαριασμός που καλείται να πληρώσει η Ελβετία για την αποκατάσταση της φήμης της ως χρηματοοικονομικό κέντρο, καθώς θα μπορούσε να κοστίσει έως 12.500 ελβετικά φράγκα (13.500 δολάρια) σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί της χώρας.

Για να στηρίξει την έκτακτη πώληση της Credit Suisse Group AG στην ανταγωνίστρια ελβετική τράπεζα UBS Group AG, η ελβετική κυβέρνηση δεσμεύθηκε να διαθέσει έως και 109 δισ. ελβετικά φράγκα – βάρος ιδιαίτερα μεγάλο για τη χώρα των μόλις 8,7 εκατομμυρίων κατοίκων, όπως σημειώνει το Bloomberg.

1

Παράλληλα, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας θα παράσχει γραμμή ρευστότητας ύψους 100 δισ. ελβετικών φράγκων που δεν φέρει κρατικές εγγυήσεις, στο πλαίσιο της συμφωνίας που ανακοινώθηκε το βράδυ της Κυριακής.

Το συνολικό ποσό των 209 δισ. ελβετικών φράγκων ισοδυναμεί περίπου με το 1/4 του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ελβετίας και υπερβαίνει τις συνολικές ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες για το 2021. Το τίμημα για τη μεγαλύτερη διάσωση εταιρείας στην Ελβετία θα μπορούσε να ξεπεράσει κατά τρεις φορές το ποσό των 60 δισ. ελβετικών φράγκων που κόστισε η διάσωση της UBS το 2008.

Το νέο “σωσίβιο” για τους καλοπληρωμένους τραπεζίτες προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των Ελβετών. Περίπου 200 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν έξω από τα κεντρικά γραφεία της Credit Suisse στη Ζυρίχη τη Δευτέρα, φωνάζοντας συνθήματα όπως “φάτε τους πλουσίους” και πετώντας αυγά στο κτίριο, που βρίσκεται στην καρδιά του οικονομικού κέντρου της ελβετικής πόλης.

“Έχουμε κουραστεί με την ιδέα ότι εάν είσαι αρκετά μεγάλος, παίρνεις τα πάντα”, δήλωσε ο Christoph Rechsteiner, εταίρος στη συμβουλευτική εταιρεία φορολογικών θεμάτων MME, με έδρα τη Ζυρίχη. “Ο νόμος αλλάζει για εσάς σε ένα Σαββατοκύριακο”.

Πέρα από τις οικονομικές εγγυήσεις, η ελβετική κυβέρνηση συμφώνησε να αλλάξει τη νομοθεσία ώστε να παρακαμφθεί η έγκριση των μετόχων για τη συμφωνία εξαγοράς και η ρυθμιστική αρχή της χώρας διέγραψε ομόλογα αξίας 16 δισ. ελβετικών φράγκων της Credit Suisse προκειμένου τα αυξήσει τα κεφάλαια της τράπεζας.

“Η λύση που έχει συνταχθεί αυτήν τη στιγμή προβλέπει ότι αν όλα πάνε καλά, η UBS θα έχει τεράστιο κέρδος”, δήλωσε ο Rechsteiner σε τηλεφωνική επικοινωνία του με το Bloomberg. “Απέκτησε την Credit Suisse έναντι μηδαμινού αντιτίμου και η κυβέρνηση καλύπτει τυχόν ζημίες”.

Παρά την απογοήτευση, οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι είναι μικρή η πιθανότητα ο τελικός λογαριασμός να φτάσει στα όρια που έχει θέσει η κυβέρνηση της Ελβετίας, αντίθετα το κόστος της απραγίας θα μπορούσε να ήταν πολύ υψηλότερο.

Όσον αφορά την εγγύηση ύψους 100 δισ. ελβετικών φράγκων προς την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας “βλέπω περιορισμένο κίνδυνο”, δήλωσε ο Manuel Ammann, διευθυντής του Ελβετικού Ινστιτούτου Τραπεζών και Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του St. Gallen. “Βλέπω περισσότερους κινδύνους στα 9 δισ. ελβετικά φράγκα που εγγυάται η κυβέρνηση για τυχόν υψηλότερες απώλειες από την Credit Suisse”.

Η κυβερνητική εγγύηση της ρευστότητας προς την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας θα καλυφθεί εν μέρει από τίτλους και προνόμια πτώχευσης, τα οποία διασφαλίζουν ότι ακόμη και στο χειρότερο σενάριο θα καλυφθούν χωρίς την ανάγκη χρήσης κρατικών κεφαλαίων, σημείωσε ο Ammann.

Η υποχρέωση κάλυψης των 100 δισ. ελβετικών φράγκων που εγγυάται η κυβέρνηση “θα υλοποιηθεί μόνο εφόσον υπάρξει πτώχευση της συγχωνευμένης οντότητας”, πρόσθεσε. “Αυτό είναι πραγματικά απίθανο αυτήν τη στιγμή”.

Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η UBS έλαβε 6 δισ. ελβετικά φράγκα από την κυβέρνηση της χώρας και απέσχισε επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία ύψους 54 δισ. ελβετικών φράγκων σε ένα ταμείο που εγγυήθηκε η κεντρική τράπεζα.

Παρότι, δε, μετά την κρίση του 2008, η κυβέρνηση θέσπισε νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις τράπεζες που “είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν”, αυτό απέτυχε να αντιμετωπίσει ένα συνεχές μπαράζ σκανδάλων και τα προβλήματα διαχείρισης που τελικά διέβρωσαν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην Credit Suisse.

Οι συστημικά κρίσιμες τράπεζες έπρεπε να μετεξελιχθούν σε εταιρείες χαρτοφυλακίου. Αυτό υποτίθεται ότι θα διευκόλυνε την ασφαλή διάλυσή τους και θα προστάτευε τις εγχώριες δραστηριότητες λιανικής τραπεζικής. Θεωρητικά, όλα τα κομμάτια της τράπεζας θα μπορούσαν να ρευστοποιηθούν για να αποφευχθούν τυχόν κίνδυνοι για το ελβετικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ωστόσο, η κυβέρνηση της Ελβετίας αποφάσισε τελικά να μην εφαρμόσει αυτήν τη νομοθεσία και αντ’ αυτού πίεσε προς την κατεύθυνση της συγχώνευσης. Η προφανής έλλειψη εμπιστοσύνης στους δικούς της κανόνες θα μπορούσε τελικά να αποδειχθεί πολύ κοστοβόρα για τη φήμη ενός από τα κορυφαία χρηματοοικονομικά κέντρα του πλανήτη, σύμφωνα με τον Ammann.

“Τώρα και οι δύο ελβετικές τράπεζες θα πρέπει να σωθούν από την κυβέρνηση”, δήλωσε. “Αυτό δεν είναι καλό σχέδιο”.

Διαβάστε επίσης

S&P Global Ratings: Οι ευρωπαϊκές τράπεζες μπορούν να ξεπεράσουν τις αναταράξεις στις αγορές