Ο φόβος για την περαιτέρω κρατικοποίηση των τραπεζών συνεχίζει να αποτελεί τη βασική απειλή για το τραπεζικό σύστημα, που χθες υπέστη νέο sell off, χάνοντας το 4% περίπου της αξίας σε όρους κεφαλαιοποίησης. Η αντίδραση του Χρηματιστηρίου αποτυπώνει τη δυσπιστία που διαμορφώνεται γύρω από την πρόταση της ΤτΕ, η δημοσιοποίηση της οποίας δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει το πτωτικό σερί του τραπεζικού κλάδου, η κεφαλαιοποίηση του οποίου έχει υποχωρήσει στα 4,2 δις ευρώ από τα 8,7 δις ευρώ που ήταν στις αρχές του χρόνου.
Η πρόταση που παρουσιάστηκε την περασμένη Πέμπτη στις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών θα συζητηθεί την επόμενη εβδομάδα με εκπροσώπους του SSM, ενώ μεθαύριο Πέμπτη θα δημοσιοποιηθεί και επίσημα από την ΤτΕ στο πλαίσιο και της δημοσιοποίησης της Έκθεσης για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Επόμενο βήμα είναι να διαμορφωθεί σε πλήρες κείμενο με τη μορφή νομοσχεδίου για να κατατεθεί προς έγκριση στη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε., αλλά σε κάθε περίπτωση η πειστικότητα της λύσης ελέγχεται πρώτα από όλα από τις ίδιες τις τράπεζες, που θα πρέπει να την εφαρμόσουν.
Η λύση που προτείνει η ΤτΕ:
• επιτρέπει τη δραστική μείωση κατά 46% του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) και συγκεκριμένα στο 33% από 48% σήμερα, ενώ σε απόλυτα νούμερα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα υποχωρήσουν από 85,9 στα 45,8 δις ευρώ
• περιορίζει την πιθανότητα ενεργοποίησης του αναβαλλόμενου φόρου στην περίπτωση που οι τράπεζες εμφανίσουν ζημιές και έτσι αποτρέπει μια κρατικοποίηση των τραπεζών
• βελτιώνει τη σύνθεση των κεφαλαίων των τραπεζών, οι οποίες στη συνέχεια θα προσφύγουν στις αγορές για να καλύψουν το μέρος των κεφαλαίων που χάνουν από τον αναβαλλόμενο φόρο με την έκδοση ομολόγων Tier ΙΙ. Οι υπολογισμοί ανεβάζουν τις κεφαλαιακές ανάγκες στις 3 ποσοστιαίες μονάδες (περί τα 3-5 δις ευρώ για όλο το τραπεζικό σύστημα) και η επίπτωση διαφοροποιείται ανά τράπεζα.
Εφόσον η πρόταση περπατήσει το δημόσιο θα κληθεί να βάλει το χέρι στην τσέπη κάθε φορά που η διαφορά από τις εισπράξεις από τα μεταφερόμενα δάνεια υπολείπονται της αξίας, βάσει της οποίας μεταφέρθηκαν στο όχημα ειδικού σκοπού (SPV). Οι καταβολές του δημοσίου μπορεί να είναι σε μετρητά, εγγυήσεις ή ομόλογα. Τα συνολικά δάνεια θα είναι αξίας 40 δις ευρώ και όπως προβλέπει η σχετική πρόταση τα καταναλωτικά θα μεταφερθούν στο 4% της αξίας τους, τα στεγαστικά στο 30%, τα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο 27,5%, των πολύ μικρών επιχειρήσεων στο 22,5% και τα ναυτιλιακά στο 30%. Μαζί με τα δάνεια θα μεταφερθούν και απαιτήσεις ύψους 7,5 δις ευρώ από τον αναβαλλόμενο φόρο, που σήμερα αποτελεί σημαντικό τμήμα των βασικών κεφαλαίων που έχουν οι τράπεζες. Αγοράζοντας αυτά τα δάνεια το SPV θα εκδώσει ομόλογα υψηλής διαβάθμισης (senior), μεσαίας (mezzanine) και μειωμένης εξασφάλισης (subordinated), ανάλογα με το ρίσκο που έχει κάθε κατηγορία δανείων. Τα ομόλογα θα επιδιωχθεί να πωληθούν σε επενδυτές, ενώ ένα μέρος τους – αυτό με την υψηλή διαβάθμιση θα το πάρουν οι τράπεζες στους ισολογισμούς τους.
Το SPV θα αναθέσει αυτά τα δάνεια σε διαχειριστές, οι οποίοι θα αναλάβουν να ανακτήσουν μέρος των οφειλών. Τη διαφορά από τα ποσά που θα μπορέσουν να εισπράξουν σε σχέση με την τιμή που κατέβαλε το SPV για την αγορά αυτών των δανείων, θα την καλύψει το δημόσιο μέσω του αναβαλλόμενου φόρου. Το δημόσιο θα υποχρεωθεί να καταβάλει μετρητά, εγγυήσεις ή ομόλογα, μετασχηματίζοντας ουσιαστικά μια υποσχετική σε φρέσκο χρήμα. Με δεδομένο ωστόσο ότι ο αναβαλλόμενος φόρος έχει εγκριθεί ότι δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, θεωρείται ότι το μοντέλο που προωθείται μπορεί να τύχει της θετικής υποδοχής της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε.