Άρθρο της Χριστίνας Παπακωνσταντίνου

Το 2022 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμούς ταχύτερους από το αναμενόμενο, παρά την ενεργειακή κρίση και τις επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η οικονομική δραστηριότητα υποστηρίχθηκε από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επιδόσεις του τουριστικού τομέα και τις επενδύσεις.

Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,2% για το 2022, αλλά αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 1,5% το 2023, ως συνέπεια της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη, της επιβράδυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της συσταλτικής επίδρασης της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής.

Τα επόμενα έτη, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να ανακάμψει, φθάνοντας το 3,0% το 2024 και το 2,8% το 2025. Ωστόσο, οι επιδόσεις αυτές θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, τον πληθωρισμό και την ενέργεια, που αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την οικονομία.

Οι παραγωγικές επενδύσεις είναι κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν τα επόμενα χρόνια να καταγράφουν υψηλούς ρυθμούς αύξησης, υποστηριζόμενες από τη ρευστότητα του τραπεζικού τομέα, τους ευρωπαϊκούς πόρους και την προσέλκυση ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.

Ειδικότερα, η αύξηση των επενδύσεων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αναμένεται να συμβάλλει στην αναβάθμιση του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας, στον εκσυγχρονισμό των υποδομών, στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας και στην άνοδο της παραγωγικότητας. Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι τα τελευταία έτη ξένες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων στην Ελλάδα. Αυτά συνδέονται με την ενσωμάτωση τεχνολογιών αιχμής και την απασχόληση προσωπικού υψηλής κατάρτισης και θα έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα.

Επιπλέον, λόγω της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης, οι επενδύσεις ενεργειακής μετάβασης και ενεργειακής ασφάλειας έχουν αναδειχθεί ως εξέχουσας σημασίας στόχοι. Η αναβάθμιση του ενεργειακού συστήματος της χώρας απαιτεί έργα μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), ανάπτυξης τεχνολογιών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και επέκτασης των δικτύων. Με δεδομένη την πρόκληση της ταυτόχρονης αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής, οι επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας επιβάλλεται να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη τόσο των υποδομών όσο και της καινοτομίας.

Οι υψηλοί ρυθμοί επενδύσεων τα επόμενα χρόνια αναμένεται να υποστηριχθούν σε σημαντικό βαθμό από την απορρόφηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Ειδικότερα, η Ελλάδα θα λάβει συνολική στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Υπολογίζεται ότι οι πόροι αυτοί θα προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια, ιδίως μέσω των χαμηλότοκων επιχειρηματικών δανείων που θα διατεθούν από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Υπενθυμίζεται ότι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπει την υλοποίηση επενδυτικών έργων υψηλής προστιθέμενης αξίας για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Επίσης, στα επενδυτικά σχέδια περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών στο σύστημα υγείας, καθώς και δράσεις ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, της έρευνας και της καινοτομίας. Στόχος τους είναι  η αντιμετώπιση χρόνιων αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, καθώς και η επιτάχυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η έγκαιρη και πλήρης αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων, αναμένεται να έχει σημαντικές μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, στις επενδύσεις και στην απασχόληση. Για την πλήρη αξιοποίηση των επιχορηγήσεων και των δανείων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι αναγκαία η διαχειριστική ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και είναι κρίσιμο να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος.

Η εξυγίανση των τελευταίων ετών έχει βελτιώσει τα μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα και την ικανότητά του να επιτελεί το διαμεσολαβητικό του ρόλο. Ωστόσο, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με σημαντικές προκλήσεις που συνδέονται με την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, τη χειροτέρευση των προοπτικών ανάπτυξης εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, την άνοδο της αβεβαιότητας, καθώς και τη συνακόλουθη αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

Οι πόροι του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που θα διοχετευθούν μέσω του τραπεζικού συστήματος με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, αναμένεται να στηρίξουν τη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι τράπεζες οφείλουν να υλοποιήσουν τους επιχειρησιακούς τους στόχους, εντατικοποιώντας τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων και βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων, και παράλληλα, λόγω των παραπάνω προκλήσεων και των συναφών κινδύνων, να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση.

Από την πλευρά της, και ως αρμόδια εποπτική αρχή, η Τράπεζα της Ελλάδος θα συνεχίζει να διασφαλίζει τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να μεριμνά για την εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου από τα εποπτευόμενα ιδρύματα.

Επιπρόσθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει τη σημασία της ανάπτυξης καινοτόμων χρηματοδοτικών προϊόντων που σε συνδυασμό με μία εύρωστη αγορά κεφαλαίων, μπορούν να καλύψουν επενδυτικές ανάγκες, ιδίως νεοφυών, στον τομέα της τεχνολογίας, επιχειρήσεων. Για αυτόν τον λόγο στηρίζει έμπρακτα την χρηματοοικονομική καινοτομία με τον κόμβο καινοτομίας FinTech και το προστατευμένο κανονιστικό περιβάλλον (Regulatory Sandbox). Παράλληλα, αξιολογεί αιτήματα χορήγησης άδειας λειτουργίας σε φορείς που έχουν αναπτύξει καινοτόμες ιδέες στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών.

Κατά συνέπεια, το παραδοσιακό τραπεζικό μοντέλο χρηματοδότησης είναι απαραίτητο να συμπληρωθεί με θεσμικές πρωτοβουλίες που διευκολύνουν την αδειοδότηση των εταιρειών FinTech και εξασφαλίζουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Συμπερασματικά, η αποτελεσματική στήριξη της χρηματοδότησης των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας, προϋποθέτει συνέργειες πρωτοβουλιών και δράσεων όλων των εμπλεκόμενων φορέων πολιτικής. Η αξιοποίηση της σημαντικής εισροής κεφαλαίων που αναμένεται το επόμενο διάστημα είναι εθνική υπόθεση και κατ’ επέκταση αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση των προκλήσεων για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.

Διαβάστε επίσης:

Alpha Bank: Top pick η μετοχή της από την Pantelakis Securities, με άνοδο 45% και 100% μακροπρόθεσμα

Attica Bank: Στο Συμπλήρωμα του Ενημερωτικού Δελτίου το Business Plan και το Capital Plan – Τι αναφέρει για τη Rinoa