Η Autonomous και ο αναλυτής Gabor Kemeny διοργάνωσαν conference call με επενδυτές και στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος για να συζητήσουν τα θέματα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών, αν και πώς επιδρούν στα μερίσματα τους, καθώς και τα θέματα ανταγωνισμού, εξαγορών και συγχωνεύσεων.

«Τα βασικά συμπεράσματα της συζήτησης είναι ότι τα DTCs και τα μερίσματα είναι θέματα που δεν συνδέονται άμεσα και τα σχόλια είναι αρκετά υποστηρικτικά για την επενδυτική υπόθεση των ελληνικών τραπεζών. Αυτό, βέβαια, πρέπει να συνοδεύεται από την επιφύλαξη ότι η ΤτΕ δεν είναι αρμόδια αρχή για την εποπτεία των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ότι τον τελικό λόγο για τα μερίσματα των ελληνικών τραπεζών έχει ο SSM που είναι αρμόδια αρχή», εξηγεί o Kemeny της Autonomous.

1

«Συνολικά, βρήκαμε τη συζήτηση καθησυχαστική, ιδίως το ότι οι πληρωμές μερισμάτων είναι κυρίως αποφάσεις που λαμβάνονται από τη διοίκηση, ότι δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των επιπέδων DTCs και των μερισμάτων και ότι το βήτα των καταθέσεων είναι διαρθρωτικά χαμηλό.

Η πρόσφατη εργασία μας σχετικά με τα DTCs μας άφησε μια κοινή άποψη για τις προοπτικές των μερισμάτων των ελληνικών τραπεζών. Βλέπουμε μια πειστική επενδυτική περίπτωση για την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank (συστάσεις υπεραπόδοσης) δεδομένου του πεδίου για εκπλήξεις στα κέρδη με βάση το περιθώριο κέρδους και την προσαύξηση της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank», εξηγεί ο Kemeny.

Οι εκτιμήσεις για τα μερίσματα, το DTC και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις

Αναφορικά με τα μερίσματα, ο κ. Τσικριπής, Διευθυντής Χρηματοοικονομικής Εποπτείας στην Τράπεζα της Ελλάδος, δεν υποθέτει άμεση σχέση μεταξύ των μερισμάτων και της παρουσίας αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στο κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.

Ο ίδιος ανέφερε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει μιλήσει έντονα για την επίλυση του ζητήματος των DTCs. Η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπει τη γραμμική απόσβεση των DTCs μέχρι το 2040 περίπου, κάτι που θεωρεί ότι συνάδει με τα σχέδια των τραπεζών για αύξηση των μερισμάτων τους προς τον μέσο όρο του κλάδου (περίπου 50%). Υπονοεί όμως ότι οι ρυθμιστικές αρχές θα υποστήριζαν μια ταχύτερη εξάντληση των DTCs και αυτό είναι κάτι που επιτρέπει ο CRR.

Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτό θα διευκόλυνε την ΕΚΤ να εγκρίνει υψηλότερες πληρωμές μερισμάτων, κάτι που ο κ. Τσικριπής υποθέτει ότι είναι μια επιχειρηματική απόφαση που πρέπει να λάβουν οι διοικήσεις των τραπεζών στο τέλος της ημέρας. Ο κ. Τσικριπής δεν βλέπει σημαντικές διαφορές μεταξύ των προφίλ κινδύνου των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών από ρυθμιστική άποψη, λέγοντας ότι όλες θα πρέπει να βρίσκονται σε σημαντική πλεονάζουσα κεφαλαιακή θέση μέχρι το τέλος του τρέχοντος ορίζοντα προγραμματισμού τους το 2026.

Αναφορικά με τη μετατροπή του DTC, ο κ. Τσικριπής επιβεβαίωσε ότι τα DTCs λαμβάνουν πλήρη πίστωση στα εποπτικά κεφάλαια. Δεν βλέπει ζητήματα γύρω από τη μετατρεψιμότητα των DTCs να επηρεάζουν αυτή την κανονιστική αξιολόγηση, αν και σημείωσε ότι η θέση της ΕΚΤ δεν είναι πλήρως ξεκάθαρη σε ένα υποθετικό σενάριο μιας παράκαμψης της μετατροπής, σε περίπτωση που οι τράπεζες γίνουν και πάλι ζημιογόνες. Οι ζημιές όμως είναι πολύ απίθανες, κατά την άποψή του, δεδομένης της ισχυρής κερδοφορίας του τομέα πριν από τις προβλέψεις.

Αν οι τράπεζες ήταν και πάλι σε προβληματική θέση με ζημιές, η μετατροπή θα εξαρτιόταν από το αν νέες εταιρικές δομές όπως οι προηγούμενες “hive-down” θα εφαρμόζονταν και πάλι.

Υπενθυμίζεται ότι οι συστημικές τράπεζες, πλην Εθνικής Τράπεζας, μετέφεραν την τραπεζική δραστηριότητα σε νέα επιχειρηματική οντότητα και διατήρησαν τα επισφαλή περιουσιακά στοιχεία σε μια εταιρεία συμμετοχών, με αποτέλεσμα οι ζημιές στην τράπεζα να μην ενεργοποιούν τη μετατροπή.

Ως παράδειγμα για τη μετατροπή που όντως συμβαίνει, η Attica Bank είχε μετατρέψει τα DTCs της σε μετοχές τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας το ποσοστό του ΤΧΣ στο 72,5%, ενώ ο κ. Τσικριπής διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει θέμα κρατικών ενισχύσεων γύρω από τη μετατροπή και η δομή έχει εκκαθαριστεί με το Τμήμα Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp).

Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι οι τρέχουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι επαρκείς για τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένου ενός ελαφρώς διαφοροποιημένου αποθέματος ασφαλείας O-SII που είναι 1,25% στη Eurobank λόγω της παρουσίας της στο εξωτερικό και 1% στις υπόλοιπες.

Ακολουθώντας παρόμοιες κινήσεις σε όλη την Ευρώπη, η ΤτΕ θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο αύξησης του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από μηδέν σήμερα, ενδεχομένως το 2026. Ο κ. Τσικριπής πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλό δρόμο για την εκπλήρωση των απαιτήσεων MREL, όπου η προθεσμία για τους τελικούς στόχους είναι το τέλος του 2025.

Tι αναμένουν στον ανταγωνισμό, τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις στο τραπεζικό σύστημα

Σε σχέση με τα κεφάλαια και τις εξαγορές και συγχωνεύσεις, δεν υπάρχουν πολλά νέα. Σε αυτό το σημείο, η ΤτΕ υποστηρίζει τη λογική επέκταση στο εξωτερικό των ελληνικών τραπεζών, όπως η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank στην Κύπρο, καθώς βοηθά στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων. Αντίθετα, δεν θα απέκλειε ξένες τράπεζες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της UniCredit Bank στην απόκτηση συμμετοχών σε ελληνικές τράπεζες, δεδομένων των ελκυστικών περιθωρίων δανεισμού και των σταθερών προοπτικών ανάπτυξης του τομέα.

Αναφορικά με τον ανταγωνισμό, ο αναπληρωτής διευθυντής της Διεύθυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ, κ. Νικόλαος Σταυριανού, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερθέρμανσης στην ελληνική αγορά δανείων. Η ανάπτυξη αναμένεται να προέλθει από τον επιχειρηματικό δανεισμό με βασικό μοχλό τα ταμεία RRF, ενώ η δυναμική της λιανικής ενδέχεται να μην βελτιωθεί πολύ, δεδομένης της ακόμη σημαντικής ετήσιας αποπληρωμής ενυπόθηκων δανείων ύψους 2 δισ. ευρώ που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τα προ της κρίσης χαρτοφυλάκια.

Η συγχώνευση της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας ενδέχεται να αυξήσουν κάπως τον ανταγωνισμό σε μια πολύ συγκεντρωμένη αγορά (τέσσερις τράπεζες αντιπροσωπεύουν το 85% περίπου των δανείων). Οι ομιλητές ανέφεραν τον ανταγωνισμό για ορισμένα επιχειρηματικά δάνεια μεγάλου ύψους, αλλά η μετακύλιση των καταθέσεων φαίνεται διαρθρωτικά χαμηλή, δεδομένης της σχετικά περιορισμένης χρηματοοικονομικής παιδείας ορισμένων καταθετών. Ανέφεραν ανεπίσημα ότι, ως ένδειξη της αποστροφής προς τον κίνδυνο, οι Έλληνες προτιμούν γενικά να διατηρούν στους τρεχούμενους λογαριασμούς τους τουλάχιστον τα έξοδα διαβίωσης έξι μηνών (πιθανή “κληρονομιά” των απροσδόκητων απωλειών κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης).

Διαβάστε επίσης:

Τράπεζα Πειραιώς: Βγαίνει στις αγορές με πράσινο 5ετές ομόλογο

Quant: Επαναδειοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος

Πληθωρισμός στο 2,3% τον Ιούνιο, ραγδαία αύξηση στις τιμές των διακοπών, τι συμβαίνει με τα τρόφιμα