Με σταθερές προοπτικές προχώρησε στην αναβάθμιση και των ελληνικών τραπεζών ο διεθνής οίκος rating S&P.

Οπως αναφέρει στην έκθεσή του ο οίκος, οι καλύτερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ενισχύσουν το αγοραστικό ενδιαφέρον των επενδυτών για την αγορά προβληματικών περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που θα βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να εκκαθαρίσουν περαιτέρω τους ισολογισμούς τους.

Ετσι, μετά την αναβάθμιση της οικονομίας στις 23 Απριλίου από «ΒΒ-» σε «ΒΒ», ο οίκος Standard & Poor’s αναβάθμισε και την μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μαζί με την αναμενόμενη αξιοποίηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα ενισχύσει τις επιχειρηματικές προοπτικές, την προσφορά πιστώσεων και τη ζήτηση στην Ελλάδα.

Ο οίκος  αναβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο (ICR) της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank σε «Β+», από «Β» προηγουμένως, ενώ της Πειραιώς αυξήθηκε σε «Β», από «Β-» προηγουμένως.

Η προοπτική και για τις 4 τράπεζες παραμένει σταθερή.

Βελτιώνεται το οικονομικό περιβάλλον

Ο οίκος  αναμένει σταθερή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω υψηλότερης απασχόλησης, μετά την πτώση του 2020.

Συγχρόνως οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) κατά περισσότερο από 30 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια με αξιοποίηση του Σχεδίου «Ηρακλής», ενώ αναμένεται να συνεχιστεί η μείωση των NPEs μέσω μεγάλων τιτλοποιήσεων.

Ο οίκος μιλάει θετικά για τον νέο πτωχετικό, ενώ επισημαίνει πως το  σύνολο των NPEs μειώθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες  μονάδες (κυρίως λόγω της συναλλαγής Cairo των 6,5 δισ. ευρώ της Eurobank) το 2020.

Ο οίκος S&P αναμένει ότι ο λόγος των NPEs σε ολόκληρο το σύστημα θα μειωθεί κάτω από το 20% έως το τέλος του έτους 2022.

Οι συναλλαγές το 2021 περιλαμβάνουν το Galaxy 10,8 δισ. ευρώ της Alpha Bank, το Mexico 3,3 δισ. της Eurobank, το Frontier 6 δισ. της Εθνικής και τα Vega και Phoenix των 7 δισ. της Πειραιώς (σ.σ. από τα μεγέθη προκύπτει πως η έκθεση είναι λίγο πίσω σε σχέση με τις ανακοινώσεις των τραπεζών σε επίπεδο προοπτικών).

Η πίεση στα περιθώρια και στα έσοδα από αμοιβές θα παραμείνει τουλάχιστον έως το τέλος του 2022, καθώς οι τράπεζες ανταγωνίζονται για να καλύψουν τις ανάγκες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που επέζησαν αρκετών επεισοδίων οικονομικής πίεσης και, πιο πρόσφατα, της πανδημίας αναφέρει ο οίκος εστιάζοντας τις προκλήσεις στα κέρδη και τα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ετσι αναμένεται  αυξημένο κόστος κινδύνου για τους επόμενους 12-18 μήνες για να καλυφθούν οι πρόσθετες προβλέψεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των πωλήσεων NPEs, ή για δάνεια υπό αναστολή.