Οι πολιτικές της κυβέρνησης Tραμπ προκαλούν, αβεβαιότητα, ανησυχία, νευρικότητα και μείωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας, με αποτέλεσμα τη βύθιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, σημειώνει μεταξύ άλλων η Alpha Bank στο Δελτίο Παγκόσμιων Οικονομικών Εξελίξεων του Μαρτίου.

Όπως εξηγεί, η σταθερότητα και το μέγεθος της οικονομίας των ΗΠΑ αποτελούν πάντοτε έναν πόλο έλξης και ασφάλειας για το διεθνές επενδυτικό κοινό.

1

Ωστόσο, τονίζει ότι η υψηλή αβεβαιότητα που επικρατεί στην παρούσα φάση σχετικά με τις οικονομικές και, κυρίως, με τις πολιτικές αποφάσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας, ιδιαίτερα όσον αφορά στον προστατευτισμό της κυβέρνησης Tραμπ προκαλεί νευρικότητα και μείωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας, με αποτέλεσμα τη βύθιση των αγορών.

Στο Δελτίο αναφέρεται χαρακτηριστικά: 

Ενδεικτικά, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην αναθεωρημένη έκθεσή του, όπως και άλλοι διεθνείς οίκοι, προβλέπουν επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας και ήπια αύξηση του πληθωρισμού, το 2025 και το 2026 (Γράφημα 1).

Επίσης, οι χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται σε ανησυχία, με τον δείκτη S&P 500 των αμερικανικών μετοχών να έχει υποχωρήσει κατά 8% (20 Μαρτίου 2025) από το ανώτατο σημείο του, τον Φεβρουάριο.

Το ίδιο συμβαίνει και με το δολάριο, το οποίο σημείωσε πτώση σχεδόν κατά 6% (20 Μαρτίου 2025) έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων από τα μέσα Ιανουαρίου, καθώς ο κ. Τραμπ έχει προειδοποιήσει για την επιβολή πολλών δασμών.

Αξιοσημείωτη είναι η υποχώρηση του δολαρίου έναντι του ευρώ, που επηρεάζεται, μεταξύ άλλων, και από τις προσδοκίες για αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών.

Οι βασικές πηγές αβεβαιότητας της πολιτικής Trump, που επηρεάζουν τις παγκόσμιες αγορές, είναι οι εξής:

  • Η δασμολογική πολιτική Trump, η οποία οδηγεί σε αμφισημία της επιχειρηματολογίας σχετικά με τα οφέλη και το κόστος ενός υποτιμημένου δολαρίου. Θεωρητικά, οι δασμοί θα έπρεπε να ενισχύσουν την αξία του δολαρίου, αφού οι Αμερικανοί εισάγουν λιγότερα προϊόντα και, επομένως, αγοράζουν λιγότεροξένο νόμισμα. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει. Το δολάριο έχει υποχωρήσει έναντι του ευρώ αλλά και έναντι των κυριότερων νομισμάτων, που σημαίνει ότι το πλήγμα στην αμερικανική οικονομία από τους δασμούς υπερτερεί του άμεσου αντικτύπου τους. Πιο συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές του ασθενέστερου δολαρίου, μεταξύ των οποίων και η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ, διατείνονται ότι θα βοηθούσε να καταστούν οι εξαγωγές των αμερικανικών βιομηχανιών πιο ανταγωνιστικές. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η αδυναμία του δολαρίου πηγάζει, εν πολλοίς, από τις πολιτικές του κ. Trump, συμπεριλαμβανομένων των επιθετικών εμπορικών τακτικών του. Αφού, δηλαδή, οι επενδυτές αμφισβητούν τη σταθερότητα των ΗΠΑ, μειώνουν τις αγορές αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και, κατ’ επέκταση, τις αγορές τους σε δολάρια. Ωστόσο, υπάρχει και ο αντίλογος. Η ανάπτυξη των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας στον μεταποιητικόκλάδο, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αμβλύνει τον αντίκτυπο των συναλλαγματικών ισοτιμιών στις πωλήσεις αγαθών στο εξωτερικό, επειδή σήμερα οι εξαγωγείς ενσωματώνουν περισσότερα εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά (π.χ. εξαρτήματα) για την κατασκευή των τελικών προϊόντων σε σύγκριση με το παρελθόν.
  • Δεύτερη πηγή αβεβαιότητας είναι η απότομη πτώση στα αμερικανικά χρηματιστήρια, τις τελευταίες εβδομάδες. Ο δείκτης S&P 500 των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών έχει υποχωρήσει κάτω από το επίπεδο που ήταν πριν από τη νίκη του κ. Trump, τον Νοέμβριο. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε απώλεια κερδών άνω των δολαρίων 5 τρισ. (“Ten indicators explain what’s going on with America’s economy”, Economist, Μάρτιος 2025). Η βασική αιτία αυτής της εξέλιξης ήταν οι εξαγγελίες για υψηλότερους δασμούς και η ανησυχία ότι αυτοί θα επιβαρύνουν τελικά την αμερικανική οικονομία και δεν θα την ενισχύσουν, όπως διαμήνυε προεκλογικά ο κ. Trump. Επί του παρόντος, η πτώση των αμερικανικών μετοχών αντανακλά «διόρθωση». Οι αποτιμήσεις των μετοχών στην Αμερική ήταν εδώ και μεγάλο διάστημα υψηλότερες συγκριτικά με της χώρες. Συνεπώς, μέρος αυτού που συνέβη ήταν ουσιαστικά μία «εξισορρόπηση» της τους επενδυτές να μεταφέρουν τμήμα των κεφαλαίων τους σε άλλα χρηματιστήρια. Εάν οι τιμές των αμερικανικών μετοχών σταθεροποιηθούν σε αυτό το σημείο, οι συνέπειες για την οικονομία θα είναι σχετικά ήπιες. Εάν, ωστόσο, συμβεί μεγαλύτερη ρευστοποίηση, αυτό θα αντανακλά επιδείνωση των προσδοκιών των επενδυτών για τις προοπτικές της οικονομίας των ΗΠΑ.
  • Τρίτη πηγή ανησυχίας είναι ο πληθωρισμός. Στην προεκλογική του εκστρατεία ο κ. Trump υποσχέθηκε ότι θα νικήσει τον πληθωρισμό, ο οποίος είχε εκτοξευθεί στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 4 δεκαετιών περίπου, υπό την κυβέρνηση Biden. Ωστόσο, ο πληθωρισμός είναι, σε μεγάλο βαθμό, πέρα ​​από τον άμεσο έλεγχο του Λευκού Οίκου. Ενδεικτικά, ο δείκτης τιμών προσωπικών δαπανών κατανάλωσης διαμορφώθηκε στο 2,5%, τον Φεβρουάριο, σε ετήσια βάση, πάνω από τον στόχο του 2% της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Επιπλέον, είναι διάχυτη η ανησυχία ότι οι υψηλότεροι δασμοί μπορεί να επιδεινώσουν τον πληθωρισμό (Γράφημα 1), μέσω της αύξησης του εισαγόμενου κόστους αγαθών.

Όπως φαίνεται, η οικονομική πολιτική Trump προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα.

Ένας τρόπος μέτρησής της είναι ο δείκτης αβεβαιότητας οικονομικής πολιτικής (EPU ) και ο αντίστοιχος δείκτης για την αβεβαιότητα εμπορικής πολιτικής (TPU).

Όπως φαίνεται στο Γράφημα 2, κατά τις περιόδους διακυβέρνησης του κ. Trump, οι δύο δείκτες βρίσκονται σε ανοδική πορεία, με τον δεύτερο δείκτη να είναι σε ιστορικά υψηλά.

Η αβεβαιότητα λειτουργεί ως εμπόδιο για τις επιχειρήσεις και για τους καταναλωτές που πρέπει να λάβουν οικονομικές αποφάσεις. Είναι δύσκολο να δεσμευτεί κάποιος για μία μεγάλη αγορά ή επένδυση, εάν οι επόμενοι μήνες, πόσο μάλλον τα επόμενα έτη, δεν προοιωνίζουν πολιτική σταθερότητα και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.

Μόλις πριν από μερικούς μήνες, οι επενδυτές εκτιμούσαν ότι ο κ. Trump θα έδινε μεγάλη ώθηση στο επιχειρηματικό περιβάλλον των ΗΠΑ, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και καθιστώντας την αμερικανική οικονομία έναν πιο ελκυστικό προορισμό για ξένα κεφάλαια.

Ωστόσο, οι προθέσεις του, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας, αφού έχουν αρχίσει να επηρεάζουν τα οικονομικά δεδομένα.

Δείτε εδώ το Δελτίο της Alpha Bank 

Διαβάστε επίσης: 

ΤτΕ: Συζήτηση της Ελευθερίας Ντεκώ με την Μαργαρίτα Πουρνάρα στο πλαίσιο των «Καταθέσεων Πολιτισμού»

Alpha Bank: Πώς η βιομηχανία συνεισφέρει στην ανάπτυξη

ΔΕΣΦΑ: Εγκρίθηκε το Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΕΣΦΑ των 71 έργων για την περίοδο 2024 – 2033