Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στη χώρα μας μπαίνει στο μικροσκόπιο της Alpha Bank στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, με την τράπεζα να εστιάζει και στις ψηφιακές προκλήσεις που έχουν μπροστά τους οι ελληνικές Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ).

Ειδικότερα, η τράπεζα αναλύει τις επιδόσεις των ΜμΕ με βάση το μέγεθός τους και ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, εξετάζει τη διαχρονική εξέλιξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει προκειμένου να καλύψει τις απώλειες που υπέστη την περασμένη δεκαετία σε όρους παραγωγικότητας.

1

Ένα σημαντικό συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι η παραγωγικότητα είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιχειρήσεων. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί η σημαντική αύξηση της παραγωγικότητάς των πολύ μικρών επιχειρήσεων την τελευταία τριετία, μολονότι εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων.

Αναλυτικά, όπως σημειώνει η Alpha Bank, οι ΜμΕ αποτελούν τον κεντρικό κορμό της ελληνικής οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας το 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα (εξαιρούνται η γεωργία-αλιεία-δασοκομία και ορισμένοι κλάδοι των υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση και η υγεία), το 84,6% της απασχόλησης και το 67% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ).

Παρά τις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια του 2023, κυρίως ως απόρροια της ενεργειακής κρίσης και του ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος, οι ελληνικές ΜμΕ κατέγραψαν τον τρίτο υψηλότερο ρυθμό αύξησης σε όρους πραγματικής ΑΠΑ (3%) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27.

Η επίδοση αυτή προσδιορίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από την επίδοση των πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-9 απασχολούμενοι), των οποίων η ΑΠΑ αυξήθηκε κατά 13,2% (σε πραγματικούς όρους), ενώ στις μικρές (10-49 απασχολούμενοι) και μεσαίες επιχειρήσεις (50-249 απασχολούμενοι) μειώθηκε. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των ΜμΕ αυξήθηκε κατά 2,4% (780,6 χιλ.) και η απασχόληση κατά 1% (2,4 εκατ.), σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2024 SME Country Fact Sheet). Οι προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη των ΜμΕ παραμένουν ευοίωνες, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει για το 2024 αύξηση της πραγματικής ΑΠΑ και της απασχόλησης κατά 5,7% και 5,4%, αντίστοιχα.

Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα το 2023 ανά τομέα οικονομίας

Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν τον κυρίαρχο τύπο επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, αποτελώντας το 2023 το 94,7% των επιχειρήσεων, έναντι 4,8% των μικρών, 0,5% των μεσαίων και 0,1% των μεγάλων επιχειρήσεων. Τα ποσοστά απασχόλησης στις πολύ μικρές και, σε μικρότερο βαθμό, στις μικρές επιχειρήσεις είναι υψηλότερα στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίθετα, στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, η εικόνα είναι αντίστροφη. Επιπλέον, τα μερίδια της ΑΠΑ είναι σημαντικά υψηλότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ-27 στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, κινούνται σε παρόμοια επίπεδα στις μεσαίες επιχειρήσεις και είναι χαμηλότερα στις μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις.

Όσον αφορά στις επιδόσεις ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας για το 2023, οι ΜμΕ που δραστηριοποιούνται στις υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν το 44,1% της συνολικής ΑΠΑ που παράγουν οι ΜμΕ, το 48,4% της απασχόλησης, ενώ σε πλήθος αντιστοιχούν σχεδόν στο ήμισυ των συνολικών ΜμΕ της χώρας μας. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, το μερίδιο της απασχόλησης σε ΜμΕ στον τομέα των υπηρεσιών είναι κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο στην Ελλάδα, ενώ η συμβολή τους στην ΑΠΑ είναι κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη στη χώρα μας. Όσον αφορά το εμπόριο, η συνεισφορά των ΜμΕ είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο, τόσο σε όρους ΑΠΑ (29,4% έναντι 24,1%), όσο και απασχόλησης (29,6% έναντι 23%) και αριθμού επιχειρήσεων (31,3% έναντι 23,2%). Αντίθετη είναι η εικόνα τόσο στις κατασκευές όσο και στον τομέα της μεταποίησης, με τη συνεισφορά των ΜμΕ να υπολείπεται σημαντικά έναντι της ΕΕ-27 και στις τρεις κατηγορίες.

Διαχρονική εξέλιξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας: Παραγωγικότητα και η Ψηφιακή Πρόκληση

Μετά την αποδυνάμωση της επιχειρηματικότητας κατά την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 απασχολούμενοι) δεν έχουν καταφέρει ακόμη να ανακάμψουν τόσο σε αριθμό όσο και απασχολούμενους, καθώς υπολείπονται από τα επίπεδα του 2008.

Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως από το 2022, η ΑΠΑ των πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει ανακάμψει σημαντικά, υπερβαίνοντας τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα. Όσον αφορά στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, παρά την ταχεία ανάκαμψη τόσο σε αριθμό όσο και σε απασχολούμενους, κατέγραψαν μία ήπια επιδείνωση το 2023, ενώ η προστιθέμενη αξία τους έχει ξεπεράσει τα επίπεδα του 2008. Αντίθετα, στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες ανέκτησαν τις απώλειες που είχαν υποστεί σε αριθμό και απασχολούμενους, η προστιθέμενη αξία τους υπολείπεται σημαντικά από τα επίπεδα του 2008.

Σημειώνεται ότι τα τελευταία τρία έτη οι πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν αναδειχθεί ως οι κύριοι συντελεστές στην αύξηση της πραγματικής ΑΠΑ. Ειδικότερα, το 2023, η συνολική ΑΠΑ (σε σταθερές τιμές) αυξήθηκε κατά 1,2%, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να συνεισφέρουν 4,1 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), ενώ αντίθετα οι μικρές (-0,9 π.μ.), οι μεσαίες (-1,2 π.μ.) και οι μεγάλες επιχειρήσεις (-0,7 π.μ.) είχαν αρνητική συνεισφορά. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη δυναμική και τον κρίσιμο ρόλο των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.

Επιπρόσθετα, η παραγωγικότητα των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, είναι σημαντικά χαμηλότερη έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, από το 2021 και έπειτα, η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξάνεται με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες. Συνολικά, η παραγωγικότητα των ελληνικών ΜμΕ το 2023, ήταν η 2η χαμηλότερη στην ΕΕ-27. Αξίζει να αναφερθεί πως η μέση παραγωγικότητα των επιχειρήσεων αυξάνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος των επιχειρήσεων. Συνεπώς, η αύξηση του μέσου μεγέθους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές οικονομίες κλίμακας, υψηλότερη πιστοληπτική επιφάνεια και δυνατότητα επένδυσης σε νέους τομείς που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητά τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, η κυβέρνηση σχεδιάζει την κατάθεση νομοσχεδίου, το οποίο θα ενθαρρύνει τις συγχωνεύσεις ΜμΕ, μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων.

Ειδικότερα, η αύξηση της παραγωγικότητας δύναται να προέλθει μέσω της αύξησης των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και σε συνδυασμό με την τεχνολογική και ψηφιακή αναβάθμιση που λαμβάνει χώρα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Για τον σκοπό αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η αξιοποίηση αναπτυξιακών εργαλείων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ και η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης. Αξίζει να αναφερθεί ότι 488 επενδυτικά σχέδια (62% επί του συνόλου) που έχουν ενταχθεί στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προέρχονται από ΜμΕ, με τον συνολικό προϋπολογισμό τους να διαμορφώνεται στα Ευρώ 5,75 δισ. (Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, “Η σημασία της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία”, Ιούλιος 2024).

Η αξιοποίηση αυτών των πόρων αναμένεται να συμβάλλει στη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην ψηφιοποίηση των ΜμΕ, από τον οποίο η χώρα μας απέχει σημαντικά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index-DESI), ο οποίος παρακολουθεί τις ψηφιακές επιδόσεις των κρατών-μελών της ΕΕ-27, το 2023 μόλις το 43,3% των ΜμΕ παρουσίαζε τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, κατατάσσοντάς μας στην 24η θέση (ευρωπαϊκος μέσος όρος: 57,7%).

Επιπλέον, το 18,2% των ΜμΕ πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου το 2023 (έναντι 19,1% στην ΕΕ-27), κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 16η θέση, ενώ το ηλεκτρονικό εμπόριο αντιπροσώπευσε το 5% του συνολικού κύκλου εργασιών των ΜμΕ (έναντι 12% στην  ΕΕ-27).

Γενικότερα, όσον αφορά στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά  έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου στη χρήση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών, όπως της τεχνητής νοημοσύνης (4% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 8% στην ΕΕ-27), της ανάλυσης δεδομένων με τη χρήση λογισμικών προγραμμάτων (25% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 33% στην ΕΕ-27) και του υπολογιστικού νέφους (18% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 39% στην ΕΕ-27).

Τέλος, στο Γράφημα 4 παρουσιάζεται η αξιολόγηση των βασικών προκλήσεων που αντιμετώπισαν οι ΜμΕ το 2023 στην Ελλάδα και στην ΕΕ-27. Σε γενικές γραμμές η εικόνα είναι παρόμοια, με την εύρεση προσωπικού με υψηλές δεξιότητες ή ανώτερα στελέχη να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση τόσο για τις ελληνικές όσο και για τις ευρωπαϊκές ΜμΕ, ακολουθούμενη από το κόστος παραγωγής ή εργασίας. Σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και ο ανταγωνισμός αξιολογούνται υψηλότερα από τις ελληνικές ΜμΕ, η εύρεση πελατών και το θεσμικό πλαίσιο αξιολογούνται χαμηλότερα, ενώ στα ίδια επίπεδα αξιολογούνται το κόστος παραγωγής και η εύρεση προσωπικού με υψηλές δεξιότητες.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB Investment Survey 2023), το επιχειρηματικό περιβάλλον συνεχίζει να αποτελεί βασική ανησυχία των ΜμΕ προκειμένου να αυξήσουν την επενδυτική τους δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 84% των ΜμΕ στην Ελλάδα αναφέρουν το θεσμικό πλαίσιο (business regulation) ως ένα σημαντικό εμπόδιο στην επενδυτική τους δραστηριότητα, έναντι 61% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Διαβάστε επίσης

Κώστας Νεμπής (ΟΤΕ): «Η αγορά είναι ανταγωνιστική αλλά δεν ανησυχούμε»

ΟΠΤΙΜΑ ΑΕ: Στα 200 εκατ. ευρώ ο κύκλος εργασιών το 2023 – Αύξηση μεριδίων στο τυρί

J.P. Morgan για ΔΕΗ και ΟΤΕ: Παραμένει αγοραστής στις μετοχές τους