Βασίλης Ψάλτης, Alpha Bank
Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης στήριξαν την οικονομική ανάκαμψη εν μέσω πανδημίας αλλά διόγκωσαν ανησυχητικά τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών, αναφέρει σε έκθεση της η Alpha Bank.
Οι αγορές στοιχείων ενεργητικού, γνωστές και ως ποσοτική χαλάρωση (Quantitative Easing ή QE), αποτέλεσαν την κύρια αιτία της αύξησης του μεγέθους των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών σε πολλές χώρες.
Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων ήταν ένα από τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που διέθεταν οι κεντρικές τράπεζες. Οι βασικοί στόχοι της ποσοτικής χαλάρωσης ήταν η υποστήριξη της ομαλής λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η επιπλέον τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω μείωσης του κόστους δανεισμού και η άσκηση πτωτικής πίεσης στις μακροπρόθεσμες ομολογιακές αποδόσεις για την ενίσχυση των επενδύσεων.
Η αύξηση του μεγέθους των ισολογισμών των σημαντικότερων κεντρικών τραπεζών στην περίοδο της πανδημικής κρίσης είναι εντυπωσιακή. Στη διετία 2020-2021, εκτιμάται σε 10 τρις δολάρια ΗΠΑ.
Η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) τον Μάρτιο του 2020, έχοντας να αντιμετωπίσει την απειλή μίας υγειονομικής κρίσης με άνευ προηγουμένου οικονομικές επιπτώσεις μείωσε άμεσα το βασικό της επιτόκιο στο εύρος του 0,00%-0,25% από 1,5%-1,75%, ενώ παράλληλα ξεκίνησε τις αγορές κρατικών ομολόγων και τίτλων συνδεδεμένων με ενυπόθηκα δάνεια (MBS), στοχεύοντας στην περαιτέρω τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, πέρα από αυτή που θα προκαλούσε η μείωση των επιτοκίων.
Το μέγεθος του ισολογισμού της Fed έχει αυξηθεί, από τις αρχές του 2020 μέχρι σήμερα κατά 4,2 τρισ. δολάρια, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί, στις 7 Σεπτεμβρίου του 2021 σε 8,4 τρισ. δολάρια και να αντιπροσωπεύει το 40,2% του ΑΕΠ.
Ο ισολογισμός της Fed πριν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 και ειδικότερα τον Αύγουστο του 2007, διαμορφωνόταν σε 870 δισ. δολάρια.
Στην Ευρώπη, το μέγεθος του ισολογισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αυξήθηκε από τις αρχές του 2020 μέχρι σήμερα κατά 3,5 τρις ευρώ. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 2021 διαμορφωνόταν σε 8,2 τρις και ισοδυναμούσε με το 61,4% του ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Με τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και την άρση πολλών εκ των περιοριστικών μέτρων στις σημαντικότερες αναπτυγμένες οικονομίες για τον έλεγχο εξάπλωσης της Covid-19, αρκετές από τις παρεμβάσεις που υιοθέτησαν οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να περιορίζονται ενώ, όπως έχουν ήδη ανακοινώσει η Fed και η ΕΚΤ, επίκειται και η σταδιακή διακοπή των αγορών περιουσιακών στοιχείων (tapering).
Πόσο χρόνο θα απαιτήσει η σταδιακή διακοπή των αγορών περιουσιακών στοιχείων (tapering);
Στην αρχή της πανδημικής κρίσης τον Μάρτιο του 2020 η Fed ξεκίνησε ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με στόχο να αγοράσει περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 700 δις δολαρίων εντός των επομένων μηνών χωρίς όριο, αυτό που αποκαλούνταν «απεριόριστο QE».
Στη συνέχεια περιόρισε τις μηνιαίες αγορές της σε 80 δις και σε 40 δις δολάρια για κρατικά ομόλογα και MBS, αντίστοιχα. Ωστόσο, η τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων της Fed έχει υπερβεί το προηγούμενο υψηλό που είχε σημειώσει μετά τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2007-2009.
Δεδομένης της εκφρασμένης προτίμησης από αρκετά μέλη της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής (FOMC) της Fed να ολοκληρώσουν τη διακοπή των αγορών περιουσιακών στοιχείων νωρίτερα παρά αργότερα καθώς η οικονομία ανακάμπτει, οι προσδοκίες στις αγορές είναι ότι η Fed θα ξεκινήσει να περιορίζει το πρόγραμμα QE από το φθινόπωρο, επιβραδύνοντας τον ρυθμό των μηνιαίων αγορών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου κατά 10 δις δολάρια και των MBS κατά 5 δισ. δολάρια.
Με αυτό τον ρυθμό η μείωση θα διαρκέσει περίπου επτά μήνες, δηλαδή θα ολοκληρωθεί έως τον Μάιο του 2022.
Διαβάστε επίσης:
Τράπεζα Πειραιώς: Στηρίζει την οικονομική ανάπτυξη της Κέρκυρας
Attica Bank: Στις 30 Σεπτεμβρίου η έναρξη διαπραγμάτευσης των νέων μετοχών μετά το reverse split