ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Αναρτήθηκε σήμερα στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που εστιάζεται στις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που έλαβαν χώρα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018.
Στην επισκόπηση περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η «πρόταση συστημικής διαχείρισης των Mη Eξυπηρετούμενων Aνοιγμάτων».
Σύμφωνα με την ΤτΕ, με την αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων παρέχεται ένα βασικό εργαλείο για την άσκηση της μακροπροληπτικής πολιτικής, η οποία έχει ως στόχο τη μείωση των συστημικών κινδύνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα πρέπει να συμπληρώνει τη μικροπροληπτική εποπτεία των τραπεζών, που επικεντρώνεται περισσότερο στην ευρωστία των μεμονωμένων ιδρυμάτων.
Αναλυτικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τα κόκκινα δάνεια:
Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ΜΕΑ μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς τους σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle).
Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις).
Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος).
Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης (securitization) όπου (ενδεικτικά) θα εκδοθούν τρεις τάξεις
τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity).
H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή έκαστης που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το Ελληνικό Δημόσιο.
Η αποτίμηση των δανείων προς μεταβίβαση θα γίνει από ανεξάρτητους τρίτους φορείς και η τελική διάρθρωση της συναλλαγής (συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών των τριών τάξεων τίτλων) από τους συμβούλους της έκδοσης βάσει συνθηκών αγοράς. Εκτιμάται ότι επενδυτές θα απορροφήσουν μέρος της ανώτερης τάξης τίτλων (senior) και σημαντικό ποσοστό της ενδιάμεσης τάξης (mezzanine).
Η δυνατότητα απορρόφησηςπρόσθετων ζημιών από τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου (μέσω του μετασχηματισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε αμετάκλητη απαίτηση της ΕταιρίαςΕιδικού Σκοπού) ενισχύει σημαντικά την πιθανότητα αποπληρωμής των ανώτερων τάξεωνομολόγων (senior, mezzanine).
Παράλληλα προβλέπεται, μέσω της συμμετοχής στην κατώτερη τάξη τίτλων (junior/equity), η κατανομή τυχόν πλεονασμάτων σε Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες.
Η διαχείριση του σχήματος θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες (εταιρείες διαχείρισης για δάνεια και πιστώσεις) και αναμένεται να υπάρξει διαχωρισμός συναλλαγών και διαχείρισης ανά κατηγορία δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά, κ.λπ.). Εννοείται ότι οι εντολές προς διαχειριστές θα προκύψουν μετά από ανταγωνιστική διαδικασία
και το πλαίσιο διαχείρισης θα είναι σύμφωνο με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές διαφάνειας
και εποπτείας.
Σημειώνεται ότι, πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, οι τράπεζες αναμένεται ότι θα προχωρήσουν, σε συνεννόηση με τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε αναμόρφωση της τρέχουσας στοχοθεσίας μείωσης ΜΕΑ, με απώτερο στόχο την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΑ εντός τριετίας.
Ενδεικτικό παράδειγμα
Στη συνέχεια παρατίθεται ένα απολύτως ενδεικτικό παράδειγμα, ώστε να εκτιμηθούν οι άμεσες επιπτώσεις από τη μεταβίβαση περίπου 40 δισεκ. ευρώ ΜΕΑ, ήτοι του συνόλου των καταγγελμένων δανείων (denounced) και 7,4 δισεκ. ευρώ της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης.
Ειδικότερα προβλέπονται (με στοιχεία α΄ εξαμήνου 2018):
• Μείωση αποθέματος των ΜΕΑ κατά 47%.
• Μείωση του δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις (coverage ratio)
στο 41% από 49%.
• Βελτίωση του πλαισίου διαχείρισης των ΜΕΑ αφού στην Εταιρία Ειδικού Σκοπού
μεταβιβάζεται το πλέον προβληματικό μέρος τους, ήτοι οι καταγγελμένες απαιτήσεις.
• Διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε διψήφιο επίπεδο και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν λάβει υπόψη ωφέλειες από την ενίσχυση των προ-φόρων αποτελεσμάτων και την ενδεχόμενη μεταβολή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου (risk weights για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής
επάρκειας) μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
• Περιορισμός συμμετοχής των DTCs στα εποπτικά κεφάλαια στο 30% από 57%.
Αντικειμενικοί σκοποί και επιδιώξεις Η ταχεία επίλυση του προβλήματος των
«κόκκινων δανείων» έχει αναγνωριστεί ως ύψιστης σημασίας για την επανεκκίνηση της
οικονομίας και την επιστροφή της σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι θετικές επιπτώσεις από την επίλυση του προβλήματος είναι ακόμα μεγαλύτερες σε μια
μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και
νοικοκυριών γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Είναι προφανές ότι μία κίνηση όπως αυτή που έχει ήδη περιγραφεί συνεπάγεται την άμεση
και δραστική μείωση του δείκτη των ΜΕΑ και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη
διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών ΜΕΑ εντός 2-3 ετών. Παράλληλα,
διαμορφώνεται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο επίτευξης οργανικής κερδοφορίας και εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, λόγω αυτής ακριβώς της βελτίωσης της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, αλλά και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας τους στην απορρόφηση κλυδωνισμών από μελλοντικές διαταραχές. Τέλος, διαμορφώνεται σαφές
πλαίσιο επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών και μειώνεται η
αβεβαιότητα για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τους.
Η δημιουργία ιδιωτικών σχημάτων διαχείρισης μπορεί να διευκολύνει την αποτελεσματική
εξυγίανση ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα.
Παράλληλα είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερος συντονισμός σε ζητήματα διαχείρισης
κοινοπρακτικών σχημάτων. Τέλος, επιτρέπει στις τράπεζες να επικεντρωθούν σε
κύριες τραπεζικές εργασίες, καθώς και στη διαχείριση του μέρους των ΜΕΑ, που πραγματικά
αξιολογούν ότι έχουν προστιθέμενη αξία και καλύτερη ανακτησιμότητα.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι μεσοπρόθεσμα και στο πλαίσιο αντιμετώπισης
του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» στην ευρωζώνη, το εποπτικό κόστος διακράτησής τους στον ισολογισμό θα αυξηθεί για τις τράπεζες, όπως προκύπτει και από τη σχετική ανακοίνωση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
Κατά συνέπεια διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες
από οργανωμένες αγορές με γνώμονα μία εντελώς διαφορετική επενδυτική πρόταση:
• Βελτίωση ποιότητας περιουσιακών στοιχείων εκ των προτέρων (σε αντίθεση με την επί
του παρόντος προσδοκώμενη μείωση των ΜΕΑ στην επόμενη δεκαετία).
• Βελτίωση οργανικής κερδοφορίας σε διατηρήσιμημεσοπρόθεσμη βάση.
• Μείωση συμμετοχής αναβαλλόμενης φορολογικήςαπαίτησης στα κεφάλαια τους με σαφώς
μεγαλύτερη πιθανότητα σταδιακού συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη.
Πέραν όμως των παραγόντων αυτών, μία συστημική διευθέτηση του ζητήματος των
«κόκκινων δανείων» απελευθερώνει ουσιαστικά χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους,
είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες
οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο
πλαίσιο ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας. Αυτός και μόνο
ο παράγοντας είναι ικανός να αιτιολογήσει την υπέρβαση και τις δραστικές λύσεις που
απαιτούνται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την επιτάχυνση της επίλυσης των
ζητημάτων αυτών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΔΩ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ από την Τράπεζα της Ελλάδος