Μέσα σε 12.746 σελίδες οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας αναπτύσσουν το σκεπτικό της απόφασης τους για την καταδίκη όλων των πρώην  βουλευτών της Χρυσής Αυγής ως μελών εγκληματικής οργάνωσης αλλά και των κατηγορουμένων για τη  δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε σήμερα, 1,5 χρόνο μετά την ετυμηγορία των δικαστών. Ετσι πλέον αναμένεται ο προσδιορισμός της δίκης σε δεύτερο βαθμό. Σύμφωνα με τους δικαστές, η εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής είχε «ανδρωθεί» εντός του κόμματος που τελικώς εισήλθε και  στη Βουλή.

«Γιατί η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση»

Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σκεπτικό της απόφασης:

«Κύριο χαρακτηριστικό της εγκληματικής οργάνωσης η οποία εκκολάφθηκε και στους κόλπους του πολιτικού σχηματισμού και μετέπειτα πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «Λαϊκός σύνδεσμος Χρυσή Αυγή»  και δραστηριοποιείτο υπό την κάλυψη του, ήταν η  ιεραρχική δομή της, με επικεφαλής τον αρχηγό της Νικόλαο Μιχαλολιάκο στη συνέχεια τους
βουλευτές του κόμματος οι οποίοι είχαν οριστεί και περιφερειάρχες σε συνενωμένες μεγάλες εκλογικές περιφέρειες για τον συντονισμό των δράσεων και τέλος τους υπεύθυνους κάθε τοπικής οργάνωσης που αποκαλούνταν πριν αρχές.

Η εγκληματική τους δράση που σκοπό είχε την διά της βίας αντιμετώπιση των αλλοδαπών, των ιδεολογικών αντιπάλων, των αντιφρονούντων και δια του τρόπου αυτού την επιβολή και διάδοση πολιτικών ιδεών και θεωριών, εκδηλωνόταν μέσω των τοπικών οργανώσεων και πάντα υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της…

Η ιεραρχική δομή της Χρυσής Αυγής ήταν τέτοια ώστε να εξασφαλίζει όχι μόνο ότι κάθε κατώτερο όργανο θα υπακούει στις εντολές του ανώτερου, αλλά περαιτέρω ότι καμιά κομματική ενέργεια δεν θα υλοποιείται χωρίς την ρητή εκ των προτέρων εντολή του ανώτερου οργάνου που φτάνει ως την κεντρική διοίκηση…

Η αρχή του αρχηγού αποδεικνύεται ότι διαπερνά την ιεραρχική δομή της εγκληματικής οργάνωσης από την αρχή της ίδρυσης της.

Ο γενικός γραμματέας ο αρχηγός ο ανώτατος ηγέτης ο Νίκος Μιχαλολιάκος έχει την απόλυτη απεριόριστη και αδιαμφισβήτητη εξουσία ως και την απόλυτη ευθύνη των τελικών αποφάσεων.  Η πίστη στον αρχηγό ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικής, εκδηλώνεται δε πανηγυρικά και με τη διαδικασία του όρκου…

Η μετεξέλιξη ενός πυρήνα σε τοπική οργάνωση, το άνοιγμα των γραφείων, η συγκρότηση του πενταμελούς συμβουλίου διοίκησης αυτής ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της κεντρικής διοίκησης η οποία εκπροσωπείτο ανά πάσα στιγμή από τον εκάστοτε υπεύθυνο περιφέρειας.

Η κεντρική διοίκηση ήξερε λοιπόν και τους επικεφαλής και τα μέλη και τους υποστηρικτές των τοπικών, έστελνε οδηγίες και λάμβανε γνώση για οποιαδήποτε πράξη των τοπικών και καμιά τοπική δεν άνοιγε καν αν δεν είχε την έγκριση του αρχηγού προσωπικά και του πολιτικού συμβουλίου.

Από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι κάθε παραβίαση της ιεραρχίας επέσυρε πειθαρχικές ποινές για μέλη τα οποία παράκουσαν εντολή που δόθηκε από ανώτερο όργανο.

Υπεύθυνος στο πειθαρχικό συμβούλιο ήταν οι Λαγός και Παναγιώταρος. Οι πειθαρχικές ποινές περιελάμβαναν ακόμα και τον αποκλεισμό του αποπεμφθέντος από τα γραφεία…»

Οι «επίλεκτοι»

Σύμφωνα με την απόφαση «η επιχειρησιακή δράση της Χρυσής Αυγής έναντι τρίτων υλοποιείται από  επίλεκτες ομάδες στελεχών, μελών, υποστηρικτών που ασπάζονται τους σκοπούς της και την ιδεολογία της, για την οποία τακτικές ήταν οι ιδεολογικού προσανατολισμού επιμορφωτικές συναντήσεις, όπου αναλύονται θέματα σχετικά με τις απόψεις και τους
στόχους της Χρυσής Αυγής από ειδικούς ομιλητές.

Πρόκειται για ομάδες ατόμων που συμμετείχαν σε παραστρατιωτικές εκπαιδεύσεις, έφεραν ομοιόμορφη στρατιωτική ενδυμασία, κατείχαν σχεδόν όλοι παράνομα όπλα και
επιτίθετο σε συγκεκριμένες ομάδες – στόχους.

Στα εξωτερικά γραφεία της Χρυσής Αυγής οι ομάδες αυτές αναφέρονται ως ομάδες ασφαλείας, σε μπλούζες Χρυσαυγιτών αναγράφεται ομάδες κρούσης, οι μάρτυρες τις
αποκαλούσαν τάγματα εφόδου, ενώ οι κατηγορούμενοι ομάδες περιφρούρησης.

Οι επιθέσεις τους είχαν πάρα πολλά κοινά στοιχεία όπως αριθμός δραστών υπέρτερος απέναντι στα θύματα, μπλούζες Χρυσής Αυγής και πολλές φορές δήλωση ταυτότητας, μαχαίρια, κοντάρια, ξύλα και σίδερα ως όπλα, γρήγορος χρόνος εκτέλεσης 10 με 15 λεπτά, συχνά παράγγελμα τέλους επίθεσης και τα θύματα ήταν πάντα ιδεολογική αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής οι μετανάστες.

Αυτό ήταν το modus operandi των ομάδων αυτών οι  επιθέσεις των οποίων σημειώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Τα μέλη των ομάδων αυτών εξασκούντο με όπλα διαφόρων ειδών και τύπων με σκοπό να εκπαιδευτούν και να εξοικειωθούν με αυτά. Κινούντο συντεταγμένα ως παραστρατιωτικές ομάδες με στρατιωτικά παραγγέλματα και στρατιωτικό βηματισμό.

Η ομοιόμορφη αμφίεση τους αποτελούμενη κυρίως από ρούχα παραλλαγής, μαύρα ρούχα, αρβύλα, κράνη, ο εξοπλισμός τους με κοντάρια όπου ήταν τυλιγμένες
σημαίες, σιδερολοστούς, ασπίδες και ρόπαλα, ο στρατιωτικός βηματισμό τους, τα παραγγέλματα, οι κραυγές, οι αρχές και τα συνθήματα όπως αίμα τιμή Χρυσή Αυγή και γενικά ο τρόπος που ενεργούσαν σκοπό είχε να προκαλέσει τον φόβο σε όποιον ήθελε να βρεθεί στο δρόμο τους.

Οι ομάδες αυτές που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν  ολιγομελείς αποτελούμενες από δύο έως πέντε άτομα δρούσαν άλλοτε προγραμματισμένα άλλοτε παρεμπιπτόντως
στο πλαίσιο των καθημερινών τους δραστηριοτήτων, πάντοτε όμως με την εδραία  πεποίθησή ότι ενεργούν ως γνήσιοι Χρυσαυγίτες υλοποιώντας τις καταστατικές αρχές και επιδιώξεις της εγκληματικής αυτής οργάνωσης.

«Βασικός εκπαιδευτής ο Κασιδιάρης»

«Επρόκειτο για σκληρή σωματική εκπαίδευση στο ύπαιθρο…Βασικό ρόλο εκπαιδευτή  είχε αναλάβει ο κατηγορούμενος Ηλίας Κασιδιάρης, ρόλο τον οποίο του είχε αναθέσει ο
ίδιος ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος …

Στην Χρυσή Αυγή τα θύματα της επιλεγέντο ανάμεσα σε κατηγορίες ανθρώπων που είχαν χαρακτηριστεί ως «εχθροί» (πρόσφυγες, μετανάστες, πολιτικοί αντίπαλοι κι άλλοι). Η στοχοποίηση εκφράζεται μέσω της ρητορικής μίσους και της διαδικασίας «απανθρωποποίησής» των εχθρών, που στη συνέχεια γινόταν πράξη μέσα από
τις επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου.

Τα τάγματα εφόδου υλοποιούσαν την πολιτική της Χρυσής Αυγής και γι’ αυτό δεν αποδοκιμάζοντο αλλά επιβραβεύοντο και η δράση τους επικροτείτο….Η δημόσια αυτή ρητορική
μίσους του αρχηγού, της ηγετικής ομάδας ως και υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος απέναντι σε όσους σκέφτονται διαφορετικά, απέναντι σε πολιτικούς αντιπάλους, αντιφρονούντες, μετανάστες απέναντι σε κατηγορίες ανθρώπων που ανήκουν στους χαρακτηρισμένους  εχθρούς του, καλλιεργούσαν την ιδέα και πράξη της φυλετικής υπεροχής, διαμόρφωναν σκόπιμα και όχι τυχαία σε ορισμένους οπαδούς στελέχη και μέλη αντίστοιχη συνείδηση, εξουδετέρωναν τους ενδοιασμούς, ηθικούς φραγμούς και αναστολές τους και
εξοικειώνουν αυτούς με τη χρήση βίας και με το έγκλημα….

Η επιθετική αυτή δημόσια ρητορική γεμάτη μίσος και απροκάλυπτη βία διαμορφώνει σε ορισμένους οπαδούς, μέλη και στελέχη που δρούσαν στα πλαίσια μιας
οργάνωσης με αυστηρή ιεραρχία, πίστη σε πολιτικές και συνθήματα όπως «αίμα τιμή Χρυσή Αυγή», πειθαρχία και απόλυτη υπακοή των κατώτερων στους ανώτερους όπως τις στρατιωτικές μονάδες, συνείδηση που υποβιβάζει σε κατώτερα ανθρώπινα όντα τον αντιφρονούντα, τον πολιτικό αντίπαλο, τον μετανάστη, πυροδοτούσε και διευκόλυνε την τέλεση των εγκληματικών πράξεων προς υλοποίηση των καταστατικών της οργάνωσης στόχων, ενοχοποιώντας το θύμα.

Η ρητορική αυτή υποκρυπτογραφούσε το «μήνυμα», το «γενικό πλαίσιο εντολής» εντός του οποίου έπρεπε να κινηθούν οι δράστες των εγκληματικών ενεργειών. Ελεγχόμενοι οι δράστες πλήρως από το κόμμα και τα ιδεολογικά του όργανα και δρώντας εξ ονόματος και λογαριασμό του κόμματος και της πολιτικής τους ιδεολογίας, μετά από κάθε μία αξιόποινη
πράξη αποτελούσαν, θεωρούσαν ότι πρόσφεραν  εξαιρετική υπηρεσία στην πατρίδα και στο κόμμα τους, ότι επέτυχαν «νίκη» στη μάχη του εθνικιστικού κινήματος, πίστευαν δε ότι μέσω της παράνομης και εγκληματική τους δράση μετατρέπονται σε άτομα σημαντικά και υπολογίσιμα….

Η δράση αυτή, ανεξάρτητα εάν πρόκειται για μέλη του κόμματος κατά την τυπική του όρου έννοια, υποστηρικτές η οπαδούς οι φίλους του κόμματος, αφού για το κόμμα όλα αυτά τα άτομα είναι ενεργά και ισότιμα μεταξύ τους, σε όλα τα περιστατικά βίας που αναφέρονται δεν έδρασαν αυτοβούλως αλλά προγραμματισμένα και οργανωμένα κατά κανόνα ως
μέλη «ταγμάτων εφόδου» κάποιες τοπικές οργανώσεις και κυρίως δε εκείνον της Νίκαιας, του Περάματος και του Πειραιά, πάντοτε υπό την εποπτεία και καθοδήγηση κάποιου βουλευτή του κόμματος ή αλλού ηγετικού στελέχους κάποιες από τις εμπλεκόμενες τοπικές οργανώσεις.

Ενεργούσαν εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος, όπως δήλωναν άλλωστε και κατά τις επιθέσεις τους, όπως έγινε κατά τις επιθέσεις αυτών στον κοινωνικό χώρο
Αντίπονοια, σε βάρος των αιγυπτίων  Αλλιεργατών, σε βάρος των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ  κι αλλού, εφαρμόζοντας πιστά τις ιδεολογικές αρχές του, τις ιδεολογικές διακηρύξεις του αρχηγού, των βουλευτών του και υψηλόβαθμων στελεχών του, τις οποίες προέβαλαν με κάθε ευκαιρία και σε κάθε εκδήλωση….

Αναφορικά με τους μετανάστες η ρητορική αυτή αποτέλεσε μήνυμα, σήμα ότι το έθνος που κινδυνεύει πρέπει να απαλλαγεί από τους μη ανήκοντες στην φυλή. Έτσι οι δράστες επειδή  δρούσαν υπό την κάλυψη της ηγεσίας του κόμματος, εγκληματικές πράξεις ρατσιστικές επιθέσεις σε βάρος αλλοδαπών εκλαμβάνονται ως υποχρέωση και καθήκον τους ως
εθνικιστές να υλοποιήσουν την εξόντωση τους, συμβάλλοντας στην κάθαρση της φυλής.

Από τις συνεκτιμήσεις και στην αξιολόγηση όλων των ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι καμία από τις κατώτερο αναφερόμενες  εγκληματικές ενέργειες δεν θα είχε γίνει σε αντίθεση με τη θέλησή της ηγεσίας και χωρίς τη γνώση της….»

Η δολοφονία του Π.Φύσσα

Για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα αναφέρεται  ότι «τα τραύματα του αποδεικνύουν ότι το θύμα δέχτηκε επίθεση και χτυπήματα από τα μέλη της Χρυσής Αυγής, πριν το θανάσιμο
τραυματισμό του….

Ο Παύλος Φύσσας δεν  πρόλαβε να αντιδράσει  απέναντι στον Ρουπακιά, ο οποίος ενεργώντας βάση σχεδίου  κινήθηκε πράγματι κυκλωτικά, σε σχέση με τους υπόλοιπους επιτιθέμενους Χρυσαυγίτες που με τα αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων σε βάρος του Παύλου Φύσσα, ανέμεναν το Ρουπακιά να έρθει από διαφορετική κατεύθυνση και να τον αιφνιδιάσει, όπως και έγινε.

Ο εν λόγω δράστης δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική σχέση, αντιπαλότητα, αντιδικία η αντιπαράθεση με το θύμα αλλά η εγκληματική του ενέργεια αποτέλεσε εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου και εντολής.…»

Κατά τους δικαστές, ο Ρουπακιάς δεν έδρασε μόνος του και αυτοβούλως, η ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα ήταν αποτέλεσμα της οργανωμένης κινητοποίησης  της
ασφάλειας της τοπικής οργάνωσης  Νίκαιας  της Χρυσής Αυγής, το δε κίνητρο ήταν πολιτικό ιδεολογικό.

«Ο κατηγορούμενος Γεώργιος Ρουπακιάς δεν ήταν ένας απλός ψηφοφόρος της χρυσής Αυγής ούτε ένας τυχαίος περαστικός από τα γραφεία, όπως ισχυρίστηκε σε δηλώσεις του ο γενικός
γραμματέας Νικόλαος Μιχαλολιάκος.

Ήταν μέλος της τοπικής Νίκαιας ήδη από τον Ιούλιο του 2012 και μάλιστα μέλος του πενταμελούς της τοπικής Νικίας της Χρυσής Αυγής και συγκεκριμένα ήταν ταμίας…»

Για τους υπόλοιπους 15 συγκατηγορούμενους του που καταδικάστηκαν για συνεργεία στην ανθρωποκτονία ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, το δικαστήριο έκρινε ότι δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την τέλεση του κακουργήματος και συγκεκριμένα κλίμα γενικότερης σύγχυσης και οχλαγωγίας, έντασης και εκφοβισμού του ευρισκομένου το σημεία αυτού Παύλο Φύσσα καθώς και της ολιγομελούς παρέας του, στην οποία συμμετείχαν και δύο νεαρές γυναίκες, με τον προπηλακισμό τούτων με ιαχές και ύβρεις καθώς και με τον ξυλοδαρμό τους εκ μέρους κάποιων από το τάγμα εφόδου, με αποτέλεσμα της συμπεριφοράς τους αυτής, που συνιστούσε προετοιμασία εδάφους για την καίρια και μοιραία παρέμβαση του Ρουπακιά, ο Παύλος Φύσσας να εγκλωβιστεί από αυτούς και έτσι να καταστεί ευάλωτος, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσαν και ενθάρρυναν ψυχικά το Γ. Ρουπακιά, ο οποίος έχοντας πλέον την αίσθηση της αριθμητικής υπεροχής, της δύναμης και της ασφάλειας, έπληξε τον Παύλο Φύσσα αιφνιδιαστικά και απρόκλητα, επανειλημμένως στο αριστερό ημιθωράκιο, με συνέπεια εκ των πραγμάτων αυτών ως μόνη και αποκλειστική αιτία να επέλθει ο θάνατος του.

«Χωρίς τα άτομα αυτά ο Ρουπακιάς δεν θα πήγαινε μόνος του στο Κοράλλι, δεν θα τολμούσε μόνος του να μαχαιρώσει εν ψυχρώ το Φύσσα, με τον οποίο δεν είχε καμία διαφορά…»