Η πρόεδρος της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), Μαίρη Σαρπ (Κ), εισέρχεται στην αίθουσα του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ)
Με μία νέα απόφαση του το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε προσφυγή αρνητή των μέτρων για την προστασία από τον κορονοϊό κρίνοντας ότι για «την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19, τα μέτρα είναι αποτελεσματικά και αναγκαία, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη».
Αυτή τη φορά στο ΣτΕ έκρινε ότι τα διαγωνιστικά τεστ για τη μεταδοτική νόσο και η ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματός τους σε χώρους εργασίας, είναι ένα μέτρο που δεν παραβιάζει τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα αλλά είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα, την ευρωπαϊκή και την ελληνική νομοθεσία.
Την προσφυγή στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκανε μία υπάλληλος των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στην προσφεύγουσα απαγορεύτηκε η είσοδος στο χώρο εργασίας της καθώς αρνήθηκε να υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο για COVID-19.
Με την προσφυγή της ζητούσε να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική, παράνομη και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία, η από 24.4.2021 ΚΥΑ για την εφαρμογή του υποχρεωτικού μέτρου του διαγνωστικού ελέγχου νόσησης από κορωνοϊό σε υπαλλήλους του Δημοσίου τομέα που παρέχουν εργασία με φυσική παρουσία στον τόπο εργασίας.
Η υπάλληλος υποστήριζε ότι χωρίς να δώσει τη συγκατάθεση της, είναι υποχρεωμένη να υπόκειται σε επεξεργασία τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας της.
Το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε αβάσιμους τους ισχυρισμούς της
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη. Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητα».
Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές, «η συγκατάθεση δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων. Αντίθετα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας».