Με «Gamechanger» την ταχύτερη επιστροφή της χώρας στα πρωτογενή πλεονάσματα, που μαζί με την ανάπτυξη είναι η μεγάλη «εγγύηση» για την θωράκιση μιας σταθερά πτωτικής τροχιάς στο χρέος, η Standard Poors, ο δεύτερος μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης στον κόσμο, έφερε τελικά την Ελλάδα μια ανάσα πριν την επενδυτική βαθμίδα.

Η αναβάθμιση της προοπτικής της αξιολόγησης (outlook) σε θετική από σταθερή στέλνει μήνυμα στις αγορές πως από σήμερα και το αργότερο εντός δώδεκα μηνών η χώρα θα μπορούσε να επανέλθει σε επενδυτική βαθμίδα.

Πλέον, μαζί με τη Fitch τον τρίτο μεγαλύτερο οίκο, η S&P είναι στην τελική ευθεία για το μεγάλο βήμα και το μεγάλο στοίχημα είναι το φθινόπωρο, στην επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση, οι συνθήκες στην οικονομία να είναι τέτοιες που να επιταχύνουν την απόφαση των οίκων να επαναφέρουν την Ελλάδα στο σύμπαν την επενδυτικής βαθμίδας φέτος.

Με τον τρόπο αυτό θα ξεκλειδώσει η πρόσβαση του δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων σε ένα μεγάλο επενδυτικό κοινό που αυτή τη στιγμή λόγω στάτους της αξιολόγησης δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε ελληνικούς τίτλους για λόγους καταστατικού. Πρωτίστως όμως, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, καθιστά ισότιμα τα ελληνικά χαρτιά σε όλους τους τίτλους των εταίρων στην ευρωζώνη, θέτοντας οριστικά τη χώρα εκτός της «ειδικής θέσης» στην οποία εισήλθε δεκατρία χρόνια πριν με τα μνημόνια.

Η αναβάθμιση,  την οποία χαρακτήρισε «σφραγίδα αξιοπιστίας» για τη χώρα, ο επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης, με ανάρτηση του στο Tik Tok, ήλθε ώρες πριν ο Πρωθυπουργός ζητήσει τη διάλυση της Βουλής στην συνάντηση του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις έντεκα το πρωί, θέτοντας τη χώρα και επισήμως σε προεκλογική περίοδο, με την οικονομία να θεωρείται από το Μέγαρο Μαξίμου ένα από τα ισχυρά χαρτιά.

Όπως δήλωσε αργά χθες βράδυ ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας η αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και επιβεβαιώνει πως εάν συνεχιστεί η τρέχουσα οικονομική πολιτική, ο μεγάλος εθνικός στόχος για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023, είναι απολύτως εφικτός και ρεαλιστικός.

Την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2022, ένα χρόνο νωρίτερα του αναμενόμενου υπογράμμισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης, τονίζοντας πως αυτό διασφαλίζει συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας και θέτει τις βάσεις για μια ισχυρή αναπτυξιακή πορεία εκτιμώντας πως μόνο μια ισχυρή κυβέρνηση με μεταρρυθμιστικό πρόσημο μπορεί να συνεχίσει αυτή την θετική πορεία.

Στόχοι και προβλέψεις

Για τις αγορές πάντως, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος οι επιλογές στην οικονομική πολιτική είναι συγκεκριμένες και…μονόδρομος. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η S&P στο σκεπτικό της αναβάθμισης, «ο ρυθμός και το βάθος των μεταρρυθμίσεων θα εξαρτηθούν τελικά από την αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 21 Μαΐου 2023.

Στις προβλέψεις μας, υποθέτουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αν και αναγνωρίζουμε την αβεβαιότητα σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα, στις προβλέψεις μας υποθέτουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική εξυγίανση» αξιοποιώντας τη μεγάλη δεξαμενή των πόρων που έχει στη διάθεση της και οικοδομώντας πάνω στην πρόοδο που έχει συντελεστεί στην αναδιάρθρωση της οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία. Μάλιστα πλέον ο οίκος θέτει υψηλότερα τον πήχη για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1% του ΑΕΠ φέτος μετά τις ισχυρές επιδόσεις που καταγράφηκαν πέρσι.

Σύμφωνα με το διεθνή οίκο:

– Η θετική προοπτική αντανακλά την εκτίμηση του ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να «κτίζει» πάνω στις έως τώρα θετικές τις επιδόσεις στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, βελτιώνοντας περαιτέρω τη θέση της. Επιπροσθέτως η κυβέρνηση μηδένισε το έλλειμμα ταχύτερα του αναμενόμενου με παρεμβάσεις που σύμφωνα με τον οίκο είναι βιώσιμες σε γενικές γραμμές. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας, μαζί με τη στήριξη της ΕΕ, έχουν βελτιώσει τα δημόσια οικονομικά και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα αναφέρει μεταξύ άλλων ο οίκος.

Όπως προσθέτει «μετά την ταχύτερη δημοσιονομική εξυγίανση εντός της ΕΕ το 2022, το πρωτογενές ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας επέστρεψε σε πλεόνασμα και αναμένουμε περαιτέρω δημοσιονομικές βελτιώσεις τα επόμενα χρόνια. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 21% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, αυξημένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες (π. μ. ) τα τελευταία τρία χρόνια ενώ η αυξητική τάση θα συνεχιστεί με όχημα τα 30,5 δισ. ευρώ που διαθέτει η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).

Αναμένεται ανάπτυξη 2,5% το 2023, κατά μέσο όρο 3% στην περίοδο 2024 – 2026 με το ελληνικό ΑΕΠ να αναμένεται στα 240 δισ. ευρώ το 2024. Την ίδια στιγμή βελτιώνεται η τάση στην πιστωτική επέκταση ενώ οι τράπεζες έχουν μειώσει στο 8,2% το δείκτη NPL από σχεδόν 49,2% τον Ιούνιο του 2017. Παρά το ότι υπάρχουν ακόμη προβληματισμοί σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων κυρίως λόγω αναβαλλόμενης φορολογίας, ωστόσο ο οίκος εκτιμά πως η κατάσταση στο χρηματοπιστωτικό τομέα είναι περισσότερο σταθερή σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

– Αν και εξακολουθεί να είναι υψηλό σε ονομαστικούς όρους, το χρέος έχει ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό προφίλ εξυπηρέτησης, ίσως το ευνοϊκότερο παγκοσμίως. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2023 και στο 136% το 2024, ενώ η Ελλάδα ξεχωρίζει μεταξύ των ομολόγων της ΕΕ ως η χώρα με την ταχύτερη μείωση του λόγου του χρέους της το 2022 και προβλέπεται περαιτέρω μείωση κατά την περίοδο 2024-2026, σύμφωνα με τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων

Τα τρία ρίσκα της αξιολόγησης

Τρεις είναι οι παράγοντες που αποτελούν ρίσκα για την τρέχουσα αξιολόγηση:

1. Τυχόν έλλειψη αποφασιστικότητας της επόμενης κυβέρνησης να εκτελέσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να μειώσει το δημόσιο χρέος. Ενώ ακόμη και σε ένα σενάριο χωρίς αλλαγές στην πολιτική, η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της θα ήταν πιθανότατα αρκετή για να κλείσει περαιτέρω το δημοσιονομικό κενό, η έλλειψη ώθησης για την προώθηση μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να βλάψει τις σημερινές θετικές οικονομικές προοπτικές.

2. Νέα ένταση στο μέτωπο της ενεργειακής κρίσης. Οι τιμές της ενέργειας θα μπορούσαν να εκτοξευθούν και πάλι. Καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις επίλυσης του πολέμου στην Ουκρανία, η δημοσιονομική έκθεση της χώρας στις τιμές της ενέργειας παραμένει αυξημένη, παρά την αντιστάθμιση που παρέχουν οι έκτακτοι φόροι.

3. Εξωτερικές ανησυχίες για τη μακροοικονομική ή χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως που περιορίζουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ενώ τα τρέχοντα παγκόσμια δεδομένα δεν φαίνεται να συνάδουν με τα πιο απαισιόδοξα καθοδικά σενάρια, ο κίνδυνος υλοποίησής τους έχει αυξηθεί.

Διαβάστε επίσης:

S&P: Αναβάθμισε το outlook της Ελλάδας σε Θετικό, διατήρησε το BB+ – Προβλέπει ανάπτυξη 2,5% το 2023