Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου θα καθίσει στις αρχές Φεβρουαρίου ένας δικηγόρος, ο οποίος εργάζεται στη Ρόδο, ο οποίος κατηγορείται για απάτη κατ’ εξακολούθηση, σε μια υπόθεση που η ζημιά υπολογίζεται πως υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ.
Στο πλαίσιο της έρευνας παρουσιάστηκαν παραστατικά για την αποστολή τμηματικώς χρημάτων σε ορισμένες εταιρείες της αλλοδαπής, στον κατηγορούμενο αλλά και σε αλλοδαπούς στη Μαδρίτη, στο Γιοχάνεσμπουργκ και στο Κέιπ Τάουν.
Ειδικότερα ο πολιτικώς ενάγων υποστήριξε ότι το έτος 2008 είχε λάβει ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από ένα άγνωστο άτομο που του ζητούσε να συνεργαστούν για επενδύσεις στη Νότια Αφρική. Όπως ισχυρίζεται κατέφυγε στον κατηγορούμενο, που μιλά την αγγλική και επειδή είχε αποταμιεύσει κάποια χρήματα τον συμβουλεύτηκε για τη συγκεκριμένη επένδυση.
Ο κατηγορούμενος, όπως υποστηρίζει, του είπε ότι επρόκειτο για επένδυση σε real estate και ότι του φαινόταν προσοδοφόρα. Το 2009 εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό και κρατούσε, όπως περιγράφεται στη μήνυση, επαφή με τον εστιάτορα από τον οποίο ζητούσε χρήματα για τη συμμετοχή του στην επένδυση. Υποστηρίζει ότι του είχε πει ότι θα συμμετείχε και ο ίδιος στην επένδυση και ότι του παρέδιδε χρήματα χωρίς να του δώσει κάποιο έγγραφο διότι τα κατέστρεφε.
Ο πολιτικώς ενάγων υποστηρίζει ακόμη ότι περί τα μέσα του 2009 ο κατηγορούμενος τού απεκάλυψε ότι δεν επρόκειτο για επένδυση σε real estate αλλά για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και όπως είπε δεν μπορούσε να απέχει διότι είχε ήδη επενδύσει πολλά.
Ισχυρίστηκε ότι ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του αποστείλει όλα τα στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή σε ένα memory stick και ότι εκείνος του είπε ότι τα είχε καταστρέψει, φοβούμενος.
Ο πολιτικώς ενάγων διατείνεται ότι έχει στείλει χρήματα σε συνεργάτες του κατηγορούμενου στο Γιοχάνεσμπουργκ.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος απολογούμενος αρνήθηκε κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδονται.
Πιο συγκεκριμένα υποστήριξε ότι το έτος 2004 είχε δανείσει στον μηνυτή το ποσό των 181.300 ευρώ για να τον διευκολύνει ταμειακά κι ότι το έτος 2008 του ανέθεσε να διεκπεραιώσει μια επένδυση με την μορφή του Trust στη Νότια Αφρική. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι ο μηνυτής είχε διαθέσει για την απεμπλοκή του Trust από τις φορολογικές και ελεγκτικές υποχρεώσεις στο Γιοχάνεσμπουργκ ένα σημαντικό ποσό με τη συνδρομή δικηγόρου που έχει πλέον αποβιώσει.
Ο κατηγορούμενος ήρθε, όπως υποστηρίζει, σε επαφές με άτομα που του υπέδειξε ο πολιτικός ενάγων και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ένα καταπίστευμα που είχε δημιουργηθεί από κληρονομιά και αφορούσε επιχειρήσεις real estate. Oι λογαριασμοί του Trust ήταν δεσμευμένοι και οι διαχειριστές του αναζητούσαν επενδυτές οι οποίοι θα κατέβαλαν τα ποσά υποχρεώσεων στις αρχές της χώρας για να λειτουργήσει και συνεχεία θα συμμετείχαν στις εταιρείες ως μέτοχοι όσοι είχαν επενδύσει για την απεμπλοκή του.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, όπως ισχυρίστηκε, διαπίστωσε στην πορεία ότι επρόκειτο για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και ότι είχε ενημερώσει τον πολιτικό ενάγονται ότι δεν θα προχωρούσε η επένδυση. Υποστήριξε ωστόσο ότι ο τελευταίος δεν επιθυμούσε να απεμπλακεί και συνέχισε να αποστέλλει χρήματα στους διαχειριστές του Trust.
To 2012, όπως είπε, αντιλήφθηκε και ο ίδιος ότι δεν επρόκειτο να προχωρήσει οποιαδήποτε επένδυση.
Ο κατηγορούμενος τόνισε ότι δεν είχε καμία σχέση με την αποστολή του αρχικού μηνύματος από τους διαχειριστές του Trust πράγμα που ομολογεί και ο πολιτικός ενάγων, ενώ κατέστησε σαφές ότι με κανέναν τρόπο δεν τον εξαπάτησε αφού μάλιστα πολύ έγκαιρα τον είχε ενημερώσει για τους κινδύνους και την πορεία της υπόθεσής του.
Σε ό,τι αφορά τα χρήματα που του απέστειλε ο πολιτικός ενάγων υποστήριξε ότι πρόκειται για επιστροφή του δανείου που του είχε χορηγήσει και παρουσίασε προς απόδειξη σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό και συναλλαγματικές.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου παρίσταται ο δικηγόρος κ. Δήμος Μουτάφης.