Εκτόξευση των επενδύσεων έως και 30% για πρώτη φορά στα ελληνικά δεδομένα προβλέπει το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-25, που κατατέθηκε στη Βουλή.

Μέσα σε 88 σελίδες αποτυπώνεται η πορεία της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, με το Υπουργείο Οικονομικών να προβλέπει την επιστροφή σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2024, αλλά και «εκρηκτικούς» ρυθμούς ανάπτυξης.

Το 2022 αναμένεται σημαντική επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού οικονομικής ανάκαμψης στο 6,2%, με διατήρησή του κοντά στο 4% κατά μέσο όρο στην υπόλοιπη μεσοπρόθεσμη περίοδο.

Η πορεία της ανάπτυξης

Η ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική του 2022 αντανακλά την ανάκτηση του συνόλου των οικονομικών απωλειών λόγω της πανδημίας κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να υπερβαίνει στο τέλος του 2022 το επίπεδο του 2019 κατά 1%. Η κύρια οικονομική ώθηση αναμένεται να προέλθει από τις ροές του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, την επιταχυνόμενη ανάκαμψη του εξωτερικού τουρισμού (στο 80% του προ κρίσης επιπέδου εισπράξεων), και τη θετική επίδραση μεταφοράς από το 2021, υπό την εξωτερική υπόθεση επαρκούς εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού από το δεύτερο εξάμηνο του 2021.

Ακόμα, ευνοϊκός παράγοντας για τη διαμόρφωση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης το 2022 είναι η παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το 2022, καθώς δίνει τη δυνατότητα για πιο ομαλή μετάβαση σε δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023, και η συνέχιση της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, μέσω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (PEPP), έως τουλάχιστον τον Μάρτιο του 2022.

Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο.

Επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα

Η πανδημία συνεχίζει να έχει επιπτώσεις στην οικονομία τόσο το 2021 όσο και το 2022, με αποτέλεσμα ο προϋπολογισμός να καταγράψει πρωτογενή ελλείμματα που θα ξεπεράσουν σωρευτικά τα 13 δις ευρώ. Ωστόσο, από το 2023 η χώρα αναμένεται να επιστρέψει σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα:

-3,91 δις ευρώ το 2023 (2% του ΑΕΠ)

-5,73 δις ευρώ το 2024 (2,8% του ΑΕΠ) και

-7,95 δις ευρώ το 2025 (3,7% του ΑΕΠ).

Τα δύο τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου, προβλέπεται μάλιστα, και δημοσιονομικό πλεόνασμα, που το 2025 θα αγγίξει το 1,4% του ΑΕΠ.

Αύξηση των φορολογικών εσόδων

Τα φορολογικά έσοδα, μετά τη σημαντική μείωση των ετών 2020, 2021 λόγω του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και των μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αναμένεται να ανακάμψουν από το 2022 και μετά.

Συγκεκριμένα, τα συνολικά φορολογικά έσοδα εκτιμάται πως θα αυξηθούν κατά 12,6 δις ευρώ και από τα 45,5 δις ευρώ φέτος, σε τέσσερα χρόνια θα έχουν διαμορφωθεί στα 58,16 δις ευρώ.

Την ίδια ώρα, το κράτος ευελπιστεί να βάλει στα ταμεία του φέτος 13,02 δις ευρώ από το φόρο εισοδήματος, ποσό που θα αυξάνεται σταδιακά έως το 2025 έως και τα 19,6 δις ευρώ, δηλαδή μια αύξηση της τάξεως των 6,6 δις ευρώ, τα οποία θα προέλθουν από την ενίσχυση των εισοδημάτων κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών.

Τα μέτρα στήριξης του 2022

Για το έτος 2022 έχει προβλεφθεί η επέκταση των μέτρων της αναστολής πληρωμής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα με κόστος 767 εκατ. ευρώ και της διατήρησης της μείωσης των τριών μονάδων ασφαλιστικών εισφορών για τον ιδιωτικό τομέα με κόστος 816 εκατ. ευρώ. Παράλληλα έχουν προβλεφθεί οι απαραίτητες πιστώσεις ύψους 276 εκατ. ευρώ για το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού και το έκτακτο υγειονομικό προσωπικό.

Επιπλέον των μέτρων αντιμετώπισης της Πανδημίας, από το 2022 και έπειτα προβλέπεται σε μόνιμη βάση διατήρηση της μείωσης του ποσοστού της προκαταβολής φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων στο 55% και των νομικών προσώπων στο 80%. Επιπλέον στα δημοσιονομικά αποτελέσματα έχει ληφθεί υπόψη η μείωση του ποσοστού φορολογίας νομικών προσώπων από 24% στο 22% με εκτιμώμενο κόστος 183 εκατ. ευρώ για το 2022, 112 εκατ. ευρώ για το 2023, 125 εκατ. ευρώ για το 2024 και 136 εκατ. ευρώ για το 2025.

Εκτόξευση των επενδύσεων

Κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020. Το 2022, δεδομένης της επιτάχυνσης υλοποίησης του «Ελλάδα 2.0», ο ετήσιος ρυθμός πραγματικών επενδύσεων προβλέπεται στο 30,3% για πρώτη φορά σε όλη την περίοδο διαθέσιμων στοιχείων.

Το ίδιο έτος, η συμβολή τους στην ανάπτυξη εκτιμάται άνω του 57% της σωρευτικής αύξησης ΑΕΠ από όλες τις συνιστώσες του. Στην υπόλοιπη μεσοπρόθεσμη περίοδο, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον μέσο όρο της περιόδου πριν την οικονομική κρίση του 2008 κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, χάρη στο ευνοϊκότερο επενδυτικό περιβάλλον που θα έχει διαμορφωθεί από τις μεταρρυθμίσεις του «Ελλάδα 2.0» και στη μεγαλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση από το εξυγιασμένο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

«Ποντάρουν» στην ιδιωτική κατανάλωση

Ο όγκος ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να επανέλθει το 2022 στο επίπεδο του 2019, ανακτώντας το σύνολο των απωλειών της υγειονομικής κρίσης, με το επίπεδο της απασχόλησης και του ονομαστικού μέσου μισθού μάλιστα να ξεπερνούν το επίπεδο του 2019 (κατά 1,6% και 1,1%, αντίστοιχα). Ωστόσο, η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε χαμηλότερο επίπεδο το 2022 από ό,τι το 2019 (στο 68,5%, έναντι 69,3% το 2019 και 71,3% κατά μέσο όρο το 2020-2021), εν αντιθέσει με τη συμμετοχή των επενδύσεων. Στην ίδια βάση, στο τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να έχει περιοριστεί στο 65,5% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2007. Η μεταστροφή αυτή τελεί σε συμβατότητα με τον μεσοπρόθεσμο στόχο μετάβασης σε ένα παραγωγικό μοντέλο μεγαλύτερης εξωστρέφειας και επενδυτικής δραστηριότητας.

Σε όρους ετήσιων μεταβολών, το 2022 η ετήσια αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται στο 2,9%, με τον μέσο ρυθμό της περιόδου 2023-2025 ελαφρώς πιο χαμηλό, στο 2,4%. Την ίδια περίοδο, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ονομαστικού μισθού προβλέπεται επίσης στο 2,4%, ωστόσο η βαθμιαία άνοδος του πληθωρισμού (από το 1,3% το 2023 στο 1,7% στο τέλος της περιόδου προβλέψεων) αναμένεται να περιορίσει τη μέση αύξηση του πραγματικού μισθού στο 0,8%. Στήριξη στην αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης αναμένεται και από τη σωρευτική βελτίωση της συνολικής απασχόλησης κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2022 και 2025, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της μισθοδοτικής δαπάνης κατά 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο.

Η πραγματική δημόσια κατανάλωση αναμένεται να επανέλθει σε καθοδική πορεία από το 2022, καθώς η προηγουμένως έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική λόγω της πανδημίας θα επαναπροσδιορίζεται σταδιακά προς την επίτευξη ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων από το επόμενο έτος. Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, προβλέπεται μέσος ετήσιος ρυθμός της δημόσιας κατανάλωσης -1,0%, με την φθίνουσα πορεία του όγκου της να εξομαλύνεται βαθμιαία προς το τέλος της μεσοπρόσθεσμης περιόδου.

Ο εξωτερικός τομέας αναμένεται σε όλη τη μεσοπρόθεσμη περίοδο να έχει θετική συμβολή στην ανάπτυξη, η οποία εκτιμάται την περίοδο 2022-2024 σημαντικά μεγαλύτερη κατ’ έτος έναντι της αντίστοιχης περιόδου πριν την πανδημία. Αυτό εξηγείται από τη δυναμική των καθαρών εξαγωγών τουρισμού, η οποία αναμένεται να εξομαλυνθεί μόνο από το 2025, μετά την επαναφορά των τουριστικών εισπράξεων στα προ πανδημίας επίπεδα το 2024.

Μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί κίνδυνοι

Η πανδημία διαμόρφωσε το τελευταίο ενάμισι έτος ένα περιβάλλον μεγάλων αβεβαιοτήτων εντός του οποίου οι μακροοικονομικές προβλέψεις διενεργούνται με μεγάλη επισφάλεια. Οι εξωτερικές μακροοικονομικές υποθέσεις εμφάνισαν σε όλο αυτό το διάστημα υψηλή μεταβλητότητα, ενώ συναρτήθηκαν πρωταρχικά με μη οικονομικούς παράγοντες που εκφεύγουν της σφαίρας επιρροής των κυβερνήσεων (εξάρσεις διασποράς του Covid-19,  διαθεσιμότητα εμβολίων).

Σήμερα, η υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων διεθνώς δίνει διέξοδο στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, και διαμορφώνει ένα λιγότερο ασταθές περιβάλλον για τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Ως εκ τούτου, το ισοζύγιο των ευμενών και δυσμενών δυνητικών επιδράσεων στο μακροοικονομικό σενάριο είναι πλέον πιο ισορροπημένο, παρά τη μετατόπισή τους από εξωγενείς σε ενδογενείς και από μη οικονομικής φύσης σε οικονομικής.

Οι εξωγενείς κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν, αφενός, μία μεγαλύτερη επιμονή της πανδημίας (μεταλλάξεις, νέα έξαρση), η οποία θα ανέβαλλε εκ νέου την ανάκαμψη προς το 2022 και, αφετέρου, μεγαλύτερες ασυμμετρίες στην ανάκτηση των οικονομικών απωλειών μεταξύ χωρών, σε συνάρτηση με την έκθεση στον τουρισμό. Πέραν αυτών, εξωτερικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία συνεχίζουν να αποτελούν τυχόν διαταραχές της γεωπολιτικής σταθερότητας, του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, και της υλοποίησης του Brexit.

Από την άλλη πλευρά, ευμενείς εξωτερικές επιδράσεις για το μακροοικονομικό σενάριο θα μπορούσαν να προέλθουν από μία πιο γρήγορη ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου, λόγω ταχύτερης βελτίωσης των επιδημιολογικών δεδομένων, και από δυνητικά μόνιμα κέρδη από την ψηφιακή εξοικείωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας (τηλεκπαίδευση, τηλεργασία, ηλεκτρονικές συναλλαγές).

Οι ενδογενείς προκλήσεις είναι κυρίως οικονομικές, και συνοψίζονται, βραχυπρόθεσμα, στη στήριξη της ρευστότητας και της αγοράς εργασίας κατά τη μετάβαση στην μετά-Covid19 εποχή ώστε να αποσοβηθούν μόνιμες επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό λόγω της πανδημίας, ενώ παράλληλα θα επιδιώκεται βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική προς ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Τα ανωτέρω συνδέονται με την πρόκληση να διατηρηθεί αδιασάλευτη η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων και η βελτίωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας. Για τον σκοπό αυτό, μέτρα πολιτικής για την αποφυγή μεγάλων ασυμμετριών στην ανάκαμψη μεταξύ κλάδων, διόγκωσης του ιδιωτικού χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω των συνεπειών της πανδημίας, επίπτωσης των μέτρων στήριξης κατά της πανδημίας στο δημόσιο χρέος, αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας, συμπίεσης της απασχόλησης και κάμψης της παραγωγικότητας, αποτελούν προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Προς τούτο, την τρέχουσα περίοδο έχει ήδη αρχίσει η υλοποίηση νέων μέτρων που εστιάζουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στους φορείς οικονομικής δραστηριότητας που αποδεδειγμένα έχουν πληγεί από την κρίση.

Στο ίδιο πλαίσιο, πρωτεύουσα σημασία έχει η υλοποίηση του σχεδιασμού του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με την οποία συνδέονται τόσο ευκαιρίες για μεγαλύτερη κινητοποίηση πόρων και δημιουργία τεχνολογικών συνεργειών, όσο και προκλήσεις αναφορικά με τη μεγιστοποίηση απορρόφησης των ροών.