ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τα μεγάλα σχέδια της Intralot, το παρασκήνιο για τη ΔΕΠΑ, οι νέες business του Λου Κολλάκη, έτοιμος ο Φέσσας, οι αλλαγές του Νεμπή, τα νέα πλοία του Προκοπίου, το κάλεσμα της Μήτση, οι περιπέτειες της πλατινομαλλούσας σε Βουλιαγμένη – Λεγρενά και ο ΧΧ
Μια μεγάλη πρόκληση, η οποία λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις κατά την περίοδο της πανδημίας, αποτελεί η δημιουργία οικογένειας, προδιαγράφοντας ένα δυσοίωνο μέλλον για τη χώρα, η οποία μαστίζεται από το πρόβλημα της υπογεννητικότητας.
Το κλίμα ανασφάλειας που επικρατεί σε υγειονομικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την τεκνοποίηση, ακολουθώντας την πορεία που χάραξε η μακρόχρονη οικονομική κρίση, η οποία έχει ήδη αφήσει το «αποτύπωμά» της στο δημογραφικό χάρτη της χώρας.
Η οικονομική κρίση αφενός περιόρισε την οικονομική δυνατότητα για δημιουργία οικογένειας, αφετέρου ανάγκασε πολλά ζευγάρια αναπαραγωγικής ηλικίας να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, προκειμένου να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον, κάνοντας το συναγερμό που έχει σημάνει εδώ και χρόνια να ηχεί πιο δυνατά.
Παράλληλα, “εργασία-καριέρα” και “δημιουργία οικογένειας” αποτελούν δύο αλληλοσυγκρουόμενες επιλογές στη σύγχρονη κοινωνία, ειδικά για τη γυναίκα, και θα πρέπει να δοθούν εκείνες οι ευκαιρίες που θα επιτρέψουν τον αποδοτικό συνδυασμό τους.
Οι πολιτικές που θα δημιουργήσουν ένα κλίμα μεγαλύτερης ασφάλειας και εμπιστοσύνης είναι απαραίτητες προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, όπως και η υποστήριξη και ενίσχυση της γυναίκας προκειμένου να ανταποκριθεί στον πολύπλοκο ρόλο της.
Στα παραπάνω συμπεράσματα κατέληξε συζήτηση στρογγυλής τράπεζας, που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και η Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση HOPEgenesis, με θέμα «Οικογένεια και καριέρα: προκλήσεις και λύσεις για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα».
«Η υπογεννητικότητα ίσως αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα της Ελλάδος σήμερα. Δεν είναι ένα ζήτημα που έχει να κάνει μόνο με τη μείωση του πληθυσμού της χώρας. Είναι ένα ζήτημα που ουσιαστικά ναρκοθετεί το μέλλον του ελληνικού έθνους, οδηγεί σε οικονομικά αδιέξοδα και επιζητεί επίλυση. Η επίλυσή του δεν θα προκύψει εάν σε συνεργασία με τη πολιτική ηγεσία δεν αναζητηθούν αποτελεσματικές λύσεις», επεσήμανε ο καθηγητής Παναγιώτης Μπεχράκης, πνευμονολόγος – εντατικολόγος, διευθυντής του Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας.
Τα «μελανά» νούμερα
Η συζήτηση για το δημογραφικό πρόβλημα είναι θεμελιώδους σημασίας, καθώς ολόκληρη η οικονομία, η αγορά εργασίας, η κοινωνική πρόνοια και το σύστημα υγείας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με αυτό το ζήτημα.
Από το 2011 έχει ξεκινήσει μια δραματική μείωση του πληθυσμού, δεδομένου ότι σύμφωνα με μελέτες, από περίπου 11 εκατ. Έλληνες που ήμασταν, το 2050 ο πληθυσμός θα έχει μειωθεί σε περίπου 9 εκατ. και το 2080 σε 7,8 εκατ.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat τα ποσοστά των γεννήσεων στην Ελλάδα μειώνονται συνεχώς και από 1,5 γεννήσεις το 2009, το 2018 μειώθηκαν στις 1,38.
Μελέτη που διεξήχθη στην Ελλάδα, καταδεικνύει ότι σήμερα το 20% του πληθυσμού της χώρας είναι ηλικίας 65 ετών και άνω, ενώ μέχρι το 2050 προβλέπεται να ανέλθει στο 35%.
Η μέση ηλικία της μητέρας έχει αυξηθεί και από τα 26,8 έτη το 1975, ανήλθε στο 29,3 το 2001. Το 2018 η ηλικία αυξήθηκε κατά 7,50% (31,5 έτη), οδηγώντας σε προβλήματα υπογονιμότητας.
Οι συνέπειες της υπογεννητικότητας οδηγούν σε γήρανση του πληθυσμού, μείωση του εργατικού δυναμικού, επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας και όλων των τομέων της οικονομίας, ενώ υπάρχει πολύ μεγάλη επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος, που αδυνατεί να υποστηρίξει οικονομικά τους ηλικιωμένους και κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμο στο μέλλον.
Παράλληλα, ο μικρότερος αριθμός νέων ανθρώπων σημαίνει λιγότερες νέες ιδέες, λιγότερη καινοτομία, χαμηλότερη οικονομική αύξηση, χαμηλότερη ανάπτυξη, μικρότερη πρόοδο, καθιστώντας απαραίτητη την ανάληψη δράσης.
“Ο πρωθυπουργός, έχοντας κατανοήσει τη σοβαρότητα του δημογραφικού προβλήματος, έχει εξαγγείλει μια σειρά μέτρων για τη στήριξη της οικογένειας, όπως η καθιέρωση επιδόματος 2000 ευρώ για κάθε παιδί που θα γεννιέται, η αύξηση του αφορολόγητου κατά 1000 ευρώ για κάθε παιδί, η επαναφορά των επιδομάτων σε τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες τα οποία είχαν περικοπεί, η δυνατότητα να επιλέξει μία γυναίκα να κάνει χρήση της άδειας τοκετού στο χρόνο τον οποίο επιθυμεί, η παροχή δυνατότητας αύξησης του αριθμού των παιδιών που μπαίνουν σε παιδικούς σταθμούς και η ενίσχυση των ολοήμερων σχολείων. Κάποια από αυτά τα μέτρα ήδη είναι σε εφαρμογή”, δήλωσε η υφυπουργός Υγείας, αρμόδια για θέματα Ψυχικής Υγείας, Ζωή Ράπτη.
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη που παρέχει το υπουργείο Υγείας στους πολίτες και στα ζευγάρια κατά την περίοδο της πανδημίας, μέσω της τηλεφωνικής γραμμής 10306 αλλά και μέσω τηλεσυμβουλευτικής στο διαδίκτυο. «Είναι σημαντικό κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της επακολουθούμενης οικονομικής κρίσης να υπάρχει η ψυχοκοινωνική υποστήριξη των ανθρώπων και των νέων ζευγαριών, με στόχο τη βελτίωση του βίου τους και την ενίσχυση της προσπάθειας των νέων παιδιών να τεκνοποιήσουν», τόνισε η υφυπουργός Υγείας και δεσμεύτηκε για την ψυχοκοινωνική ενίσχυση των νέων, ούτως ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η επιβάρυνση της πανδημίας
Η πανδημία του κορονοϊού ανατρέπει τα ιστορικά δεδομένα, προκαλώντας αιφνιδιασμό στην παγκόσμια κοινότητα. Παρότι γενικά και ιστορικά, οι πανδημίες και άλλες συνθήκες που περιορίζουν τον κόσμο στο σπίτι και του δίνουν τη δυνατότητα να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην οικογενειακή του ζωή είχαν οδηγήσει σε αύξηση των γεννήσεων (baby boom), οι πρώτες μελέτες σχετικά με το θέμα καταδεικνύουν ότι στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως υπάρχει αντίθετο αποτέλεσμα (baby bust).
Μελέτη, μάλιστα που διεξήχθη στην χώρα μας δείχνει ότι η πτώση των γεννήσεων που παρατηρείτο κατά τα προηγούμενα χρόνια συνεχίζεται και μάλιστα έχει επιταχυνθεί. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί τη συγκεκριμένη κρίση από τις προηγούμενες και εντάσσει στο «κάδρο» και άλλους επιδρώντες παράγοντες -κοινωνικούς, οικονομικής ανασφάλειας- που έχουν ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά ιστορικά μία τέτοια συνθήκη να προκαλεί συρρίκνωση του πληθυσμού και όχι αύξηση.
Η λήψη πρωτοβουλιών καθίσταται περισσότερο αναγκαία από ποτέ, μέσα όμως από μία θετική προσέγγιση που θα ενθαρρύνει τα ζευγάρια.
«Ζούμε σε έναν τόπο όπου οι παραδοσιακές αξίες της οικογένειας παραμένουν ο συνδετικός κρίκος της κοινωνίας μας. Όλα τα μέλη της οικογένειας βοηθούν και νοιάζονται το ένα για το άλλο. Γι’ αυτό ακριβώς και είναι πολύ σημαντικό να ληφθούν πρωτοβουλίες που θα στηρίξουν τα νέα ζευγάρια. Να δοθούν κίνητρα από την πολιτεία για τη δημιουργία οικογένειας. Αλλά κυρίως για να εδραιωθεί στη συνείδηση και στην καρδιά των νέων η βεβαιότητα ότι το αύριο μπορεί να είναι καλύτερο», τόνισε η κ. Μαριάννα Βαρδινογιάννη, πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNESCO, πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με καρκίνο “ΕΛΠΙΔΑ” και του “Ιδρύματος Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη”.
Ο Μαιευτήρας-Γυναικολόγος και πρόεδρος και Ιδρυτής της ΑΣΤ.Μ.Κ.Ε. HOPEgenesis, Στέφανος Χανδακάς MD MBA PhD, επεσήμανε ότι η ιδέα της οικογένειας πρέπει να ανατραπεί σε κοινωνικό επίπεδο, να προσεγγιστεί ως ένας πόλος ανάπτυξης, εξέλιξης κοινωνικής και προσωπικής και να υποστηριχτεί οικονομικά, καθώς η υποστήριξη σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας οικογένειας προτρέπει τα ζευγάρια προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το δημοσιονομικό κόστος της υποστήριξης αποτελεί «τροχοπέδη» στο εγχείρημα αυτό, εντούτοις, όπως τόνισε ο κ. Χανδακάς είναι υποπολλαπλάσιο του κόστους το οποίο θα κληθεί να καταβάλει η Ελληνική Δημοκρατία στο μέλλον για να στηρίξει άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα το ασφαλιστικό σύστημα.
«Εάν βελτιωθεί το γενικότερο κλίμα της οικονομίας και αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην πορεία της, επειδή οι άνθρωποι λειτουργούν με τις προσδοκίες, αυτό θα επιφέρει τη βελτίωση την οποία επιθυμούμε και στον τομέα της υπογεννητικότητας, μεταξύ άλλων. Η κοινωνική ασφάλεια ενισχύει την οικονομική ασφάλεια και αντίστροφα. Το αποτέλεσμα κατά την πανδημία είναι το αντίθετο, γιατί επηρεάζει την ανασφάλεια συνολικά και βέβαια δεν επιτρέπει στην οικονομία να ανακάμψει», ανέφερε από την πλευρά της η Δρ. Άννα Τριανταφύλλου, καθηγήτρια στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.
Στήριξη στη γυναίκα
Μονόδρομο αποτελεί για τη χειραφέτηση των γυναικών η επιλογή της επαγγελματικής ενασχόλησης, όμως και η μητρότητα ήταν πάντα μονόδρομος για την εσωτερική τους ολοκλήρωση. Αυτό αποτελεί συχνά πεδίο σύγκρουσης για τη σύγχρονη γυναίκα, καθώς την θέτει μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα.
«Οικογένεια και καριέρα πρέπει να είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος και όχι δίλημμα της σημερινής γυναίκας, της σημερινής νεολαίας, της σημερινής οικογένειας. Η ανάγκη για στήριξη των γυναικών, ώστε να ανταπεξέλθουν στους πολύπλοκους ρόλους τους γίνεται πιο επιτακτική αυτή την εποχή εξαιτίας της πανδημίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Όλες οι κατακτήσεις μας, από τους αγώνες για την ισότητα των φύλων και την ενίσχυση των γυναικών στην επαγγελματική τους πορεία κλυδωνίζονται. Όλοι οι ρόλοι της γυναίκας επιβαρύνονται σημαντικά με αποτέλεσμα ένας οι περισσότεροι από αυτούς τους ρόλους να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα», σημείωσε η κ. Βαρδινογιάννη.
Η παροχή κινήτρων που θα βοηθήσουν τη γυναίκα να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις και θα επιφέρουν ισορροπία και αρμονική συνύπαρξη των δύο βασικών ρόλων της, ως επαγγελματία και μητέρας, κρίνεται αναγκαία.
«Η εργασία είναι κάτι το οποίο μία γυναίκα το βιώνει πολύ δύσκολα όταν δεν έχει πολύ συγκεκριμένα κίνητρα, τα οποία θα τη βοηθήσουν να ανταπεξέλθει, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα να λείψει περισσότερο από την εργασία της κατά την περίοδο της λοχείας και η ισότητα στις ευκαιρίες. Είναι πολύ απογοητευτικό να παλεύεις με παιδιά στο σπίτι και να ξέρεις ότι στον εργασιακό σου βίο αντιμετωπίζεις την ανισότητα. Βεβαίως η δυνατότητα να έχει μία γυναίκα απολαβές του ιδίου επιπέδου με έναν άντρα για την αντίστοιχη παροχή εργασίας είναι επίσης το ζητούμενο. Άρα η πολιτεία, εκείνο που έχει μπροστά της και πρέπει να αντιμετωπίσει είναι το να εξασφαλίσει κατάλληλη παιδεία στα παιδιά -και σε ακριτικές περιοχές, να μπορέσει να εξασφαλίσει την παροχή οικονομικής ενίσχυσης για τις δαπάνες του τοκετού, όπως επίσης να εξασφαλίσει την ισότητα στους εργασιακούς χώρους”, σημείωσε η κ. Ράπτη.
Ο ρόλος της Πολιτείας και του ιδιωτικού τομέα
Μεγάλη μελέτη που διεξήγαγε η HOPEgenesis με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς και τον Όμιλο Eurolife το 2019, έδειξε ότι το πρόβλημα της υπογεννητικότητας είναι πολυπαραγοντικό με διαφορετικές λύσεις και προκλήσεις σε διαφορετικές περιοχές.
Στις ακριτικές, ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές οι αιτίες περιλαμβάνουν τις δυσκολίες πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης.
Στις ημιαστικές περιοχές υπάρχει διαθεσιμότητα κατάλληλων ιατρικών υποδομών, αλλά επιζητείται οικονομική ενίσχυση για ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού και -κατά περίπτωση- για δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια.
Στις αστικές περιοχές το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας καθώς και οι περιορισμοί που επιβάλλει το εργασιακό περιβάλλον στις γυναίκες που θα επιθυμούσαν να τεκνοποιήσουν.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η μεγαλύτερη προτεραιότητα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος στη χώρα έγκειται στην αναστροφή των πτωτικών τάσεων στη γονιμότητα του γηγενούς πληθυσμού.
Για να επιτευχθεί αυτό πρώτη προϋπόθεση είναι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας σε μακροχρόνια βάση, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις προοπτικές των ίδιων και των οικογενειών τους.
Στη συνέχεια πρέπει να εκπονηθεί μία εθνική πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών για δαπάνες εγκυμοσύνης και κυρίως τοκετού, καθώς και των δαπανών για βρεφονηπιακούς σταθμούς. Η πολιτική αυτή πρέπει να κλιμακωθεί στις τρεις γεωγραφικές περιοχές ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Τέλος, πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο που διασυνδέει τη μητρότητα με την εργασία στις ημιαστικές και αστικές περιοχές, ακολουθώντας διαδικασίες και δομές δοκιμασμένες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να υποστηριχτεί η μητρότητα, παράλληλα με την εργασία. “Στον τομέα αυτό η χώρα μας υστερεί σημαντικά”, σημειώνουν οι ερευνητές.
«Η λύση του δημογραφικού είναι μακροχρόνια, κάτι το οποίο απαιτεί πολιτική βούληση και απόφαση, η οποία θα ληφθεί σήμερα, θα ωριμάσει και θα αποδώσει μετά από 20-25 χρόνια. Το γεγονός αυτό αποτελεί τροχοπέδη στη λήψη σημαντικών και ριζικών αποφάσεων στις περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ», ανέφερε ο κ. Χανδακάς, επισημαίνοντας ωστόσο ότι ορισμένες χώρες που ξεπέρασαν αυτόν το «σκόπελο» έχουν επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα, μέσα από μία αλλαγή που προκάλεσαν στην τάση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.
Καταλυτικός, όμως, φαίνεται ότι είναι και ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα, καθώς μέσα από την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και την ευελιξία του, είναι αυτός που μπορεί και πρέπει να συμπληρώσει την κρατική πολιτική.
«Η σύζευξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παρατηρείται όλο και περισσότερο και βλέπουμε ότι επειδή ακριβώς ο ιδιωτικός τομέας έχει από φύση του την ανάγκη να είναι βιώσιμος, πάντοτε προτείνει λύσεις που είναι προς τη σωστή κατεύθυνση», ανέφερε η κ. Τριανταφύλλου.