Αποζημιώσεις που συνολικά φτάνουν στο 1.212.454 ευρώ διεκδικεί ο ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης από την Ζέτα Δούκα που δημόσια τον κατήγγειλε για κακοποιητική συμπεριφορά, τον Πασχάλη Τσαρούχα κι από άλλους 4 συναδέλφους του που είτε επιβεβαίωσαν τα καταγγελόμενα, είτε προχώρησαν στη διερεύνηση τους.

Ενα χρόνο μετά τα όσα η Ζέτα Δούκα του προσήψε, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης της, για λεκτική και σωματική βία κατά τη διάρκεια συνεργασίας τους σε θεατρική παράσταση, ο Γιώργος Κιμούλης κατέθεσε 2 αγωγές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας.

1

Με την πρώτη στρέφεται σε βάρος της καταγγέλλουσας ηθοποιού και των συναδέλφων τους, Νίκου Ψαρρά και Δώρας Χρυσικού.

Οι 2 τελευταίοι είχαν ουσιαστικά επιβεβαιώσει την Ζέτα Δούκα, δηλώνοντας ότι ήταν μπροστά σε πολλά από τα περιστατικά που εκείνη κατήγγειλε και, μάλιστα, δήλωναν πρόθυμοι να καταθέσουν στις αρμόδιες αρχές που θα τα διερευνήσουν.

Με τη δεύτερη αγωγή του ο Γιώργος Κιμούλης στρέφεται σε βάρος του προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών Πασχάλη Τσαρούχα και των μελών του Τρύφωνα Ζάχαρη και Ιωάννη Παναγόπουλο που ήλεγξαν την καταγγελία.

Ο ενάγων ηθοποιός και σκηνοθέτης αξιώνει απ όλους αποζημιώσεις για την ηθική και την περιουσιακή βλάβη, που όπως ισχυρίζεται υπέστη τόσο από την “ψευδή” καταγγελία όσο και από τη “μεροληπτική συμπεριφορά του ΣΕΗ σε βάρος του” που είχαν ως αποτέλεσμα να μείνει χωρίς δουλειά.

Η αγωγή κατά της Δούκα

Με την 1η αγωγή του, ο Γ.Κιμούλης ζητά να καταδικαστούν οι 3 συμπρωταγωνιστές του στην παράσταση “Πιο κοντά” και να του καταβάλουν «αλληλέγγύως και εις ολόκληρον» για τη περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί το συνολικό ποσό των 231.227, 80 ευρώ. Για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί επιπλέον ζητά να του καταβάλουν η κ. Δούκα 250.000 ευρώ, η κ. Χρυσικού 125.000 ευρώ και ο κ. Ψαρράς 125.000 ευρώ.

Στην αγωγή του ο Γιώργος Κιμούλης αναφέρει:

«Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών, κατά τη θεατρική περίοδο 2008-2009, δηλαδή, 13 χρόνια πριν από την ως άνω «καταγγελία». Την λέξη «καταγγελία» θέτω εντός εισαγωγικών, διότι ουδέποτε έγινε επίσημη καταγγελία εις βάρος μου από την ά των εναγομένων (σ.σ. την κυρία Δούκα), σε ουδεμία αρμόδια Αρχή, ουδεμία διαμαρτυρία, υπό οιανδήποτε μορφή, εκδηλώθηκε ποτέ από την ά των εναγομένων εναντίον μου και ουδεμία εξώδικη ή δικαστική όχληση είχα ποτέ εκ μέρους της για οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιοδήποτε λόγο». Ακόμη υποστηρίζει: «Η συντριπτική πλειονότης των ανθρώπων με τους οποίους έχω συνεργαστεί, παρά την απρόσμενη και τεράστια διάσταση που έλαβε το κατωτέρω, αναλυτικά περιγραφόμενο, ζήτημα της δήθεν αντισυναδελφικής μου συμπεριφοράς, μετά την ανωτέρω «καταγγελία», σε ουδεμία περίπτωση υποστήριξαν την επίθεση, που αναιτίως δέχθηκα εκ μέρους της α’ των εναγομένων. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι απέναντι στους συναδέλφους μου, που προέβησαν σε δημόσιες δηλώσεις σε βάρος μου, ήδη ισάριθμοι αυτόπτες μάρτυρες έσπευσαν να καταθέσουν υπέρ μου, καταρρίπτοντας έναν προς έναν όλους τους ισχυρισμούς περί καταχρηστικών εκτός ορίων, μη ανεκτών ή μη νόμιμων δήθεν συμπεριφορών μου».

Σε άλλο σημείο της αγωγής του ο ηθοποιός αναφέρει:

«Όσα κατήγγειλε η κ. Δούκα κατά τη διάρκεια της ανωτέρω τηλεοπτικής εκπομπής είναι απολύτως ψευδή.

Επιπλέον ψευδή είναι και όσα κατέθεσε δια του από 23.2.2021 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Σ.Ε.Η. όπως ψευδής είναι και η προφορικής της κατάθεση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Σ.Ε.Η. Ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, είναι απολύτως συκοφαντικά, ανεπέρειστα, ανυπόστατα και κατασκευασμένα, ψευδολογήματα, γεγονός το οποίο η ά των εναγομένων γνώριζε κατά την στιγμή που κατέθετε, ωστόσο, με πλήρη επίγνωση, εκνόμως το έπραξε».

Ο καταγγελόμενος και τώρα ενάγων ηθοποιός αρνείται ότι κλώτσησε την Ζέτα Δούκα στα παρασκήνια της παράστασης.

Αναφέρει στην αγωγή του:

«Ουδείς λόγος υπήρχε για να βρίσω τόσο χυδαία και να χτυπήσω μια γυναίκα μια συνάδελφο και μάλιστα με κλωτσιά στο στέρνο, ενώπιον μάλιστα τρίτον, μετά από την φράση «είσαι ο θιασάρχης, είσαι ο επικεφαλής της παράστασης». Και τούτο αφενός γιατί πράγματι ήμουν και αφετέρου διότι τούτο δε συνιστά μειωτικό της τιμής μου χαρακτηρισμό, ώστε να δικαιολογεί τέτοιο μένος και τέτοιο εκρηκτικό θυμό!»

Επιπλέον, ο ηθοποιός αρνείται ότι της άσκησε οποιαδήποτε λεκτική ή ψυχολογική βία. «Ουδέποτε έχω δημιουργήσει κλίμα φόβου και απαξίωση σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, ουδέποτε έχω βρίσει την πρώτη των εναγομένων, ουδέποτε έχω σκίσει σωματική, λεκτική ή ψυχολογική βία κατά αυτής, ουδέποτε έχω επιδείξει εις βάρος της απάνθρωπη, αντισυναδελφική ή καταχρηστική συμπεριφορά επί σκηνής, ούτε της έχω προκαλέσει οιανδήποτε βλάβη η ζημιά, όπως ψευδώς ισχυρίζεται» αναφέρει και προσθέτει: «Η οποιαδήποτε, δε, στιγμιαία ένταση στη σχέση μας στο πλαίσιο της δουλειάς μας, ουδέποτε υπερέβη τα ανεκτά από τον μέσο άνθρωπο όρια του και ουδέποτε ανέπτυξα ο ίδιος καταχρηστικές, παρενοχλητικές και συμπεριφορές εκτός των ορίων του νομού».

Η αγωγή κατά Τσαρούχα

Με τη δεύτερη αγωγή του ο κ. Κιμούλης διεκδικεί αποζημίωση 100.000 ευρώ από το ΣΕΗ και από 50.000 ευρώ από τον Πασχάλη Τσαρούχα και τα 2 μέλη του Πειθαρχικού.

Επιπλέον, διεκδικεί αποζημίωση ύψους 231.227, 80 ευρώ για την περιουσιακή ζημία, την οποία όπως υποστηρίζει ότι υπέστη.

Όπως αναφέρει στην αγωγή του, “το ΣΕΗ παρά το γεγονός ότι η κυρία Δούκα δεν έκανε πότε καταγγελία ενώπιον του για τα όσα ανέφερε εις βάρος του, εντούτοις στις 29.1.2021 το Διοικητικό Συμβούλιό του αποφάσισε «εσπευσμένα (τρεις μόλις ημέρες μετά την εμφάνιση της Ζέτας Δούκα στη τηλεόραση) δίκην εισαγγελίας» να τον καταγγείλει αυτεπάγγελτα και να τον παραπέμψει στο πειθαρχικό όργανο του Σωματείου. Μάλιστα, όπως αναφέρει, η παραπομπή του έγινε μαζί με άλλον ηθοποιό, ο οποίος είχε καταγγελθεί για σεξουαλικές παρενοχλήσεις”.

Στην αγωγή του, ο Γιώργος Κιμοήλης μιλά για μεροληψία του ΣΕΗ προς το πρόσωπο του καθώς, όπως υποστηρίζει, ο εισηγητής της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο κ. Ζάχαρης ελάμβανε «ξεκάθαρα θέση» με αναρτήσεις του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της «καταγγέλλουσας» Ζέτας Δούκα. Και αυτό συνέβη – όπως επισημαίνει – πριν καν ο ίδιος κληθεί σε απολογία από το ΣΕΗ και πριν εκδοθεί απόφαση για εκείνον.

Σε ό,τι αφορά στον πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Μπιμπίλα, χωρίς να διεκδικεί προαωπικά από εκείνον αποζημίωση ο κ. Κιμούλης αναφέρει στην αγωγή του:

«Σε δεκάδες συνεντεύξεις, για το σχηματισμό εις βάρος μου εντυπώσεων, ξέθαψε δημοσίως την πληροφορία, ότι το 1998, δηλαδή πριν από 23 χρόνια, με είχαν διαγράψει από το Σωματείο. Παρέλειψε όμως να αναφέρει ότι ο λόγος της διαγραφής μου ήταν η παράταση της διάρκειας μιας πρόβας κατά ένα τέταρτο της ώρας (!), απόφαση η οποία ήταν άκυρη καθώς δεν λήφθηκε, με την νόμιμη, σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΕΗ απαρτία. .. »

Σε άλλο σημείο της αγωγής του αναφέρει ότι«προκύπτει η σκοπιμότητα και η μεθοδευμένη ενέργεια των εναγομένων, να με διαβάλουν, να με εξευτελίσουν, να με εξοντώσουν επαγγελματικά και κυρίως ηθικά, προκειμένου να διασώσουν το αμφίβολο κύρος και να διαφημίσουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τη δήθεν αποτελεσματικότητα και εγκυρότητα της πραγματικά αίολης πειθαρχικής διαδικασίας, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου το ΣΕΗ, προς ίδιον όφελος των εναγομένων και πάντως εις βάρος μου», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Κιμούλης στην αγωγή του και σε άλλο σημείο αυτής υπογραμμίζει ότι «το κλίμα» μέσα στο οποίο εξετάστηκε η υπόθεση του ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου «θυμίζει περισσότερο κλίμα συνοικιακού καφενείου παρά οργάνου απονομής δικαιοσύνης».

Όπως σημειώνει, επικαλούμενος τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίασης του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ: «Σκοπός της κατ΄ επανάληψης εξέτασης της υπόθεσής μου δεν ήταν η αποσαφήνιση θολών και δυσχερών σημείων επί των «καταγγελιών» εναντίον μου ή επί των καταθέσεων των μαρτύρων για τον ασφαλή σχηματισμό της κρίσης των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, περί της αλήθειας σχετικά με την τέλεση όσων πειθαρχικών παραβάσεων μου αποδίδονται, όπως ορίζει ο νόμος αλλά ή με μεθοδευμένο τρόπο παράθεση των γεγονότων από τους «καταγγέλλοντες» και τους μάρτυρές τους, ώστε να μη μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της, υπό έκδοση, δυσμενούς επικείμενης εναντίον μου απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου.».

Το αποτέλεσμα όλων αυτών, καταλήγει ο Γιώργος Κιμούλης ήταν να πληγεί ο ίδιος επαγγελματικά καθώς διεκόπη κάθε συνεργασία του και ο ίδιος να αντιμετωπίσει οικονομικό και βιοποριστικό πρόβλημα.

Στην αγωγή του αναφέρει:

«Μέχρι τότε οι «καταγγελίες» σε βάρος μου λειτουργούσαν μόνο στο επίπεδο της «αναπόδεικτης φήμης». Όμως, η καταγγελία σε βάρος μου από το ΣΕΗ λειτούργησε στη δημόσια σφαίρα στην πραγματικότητα ως έμμεση επιβεβαίωση των φημών αυτών».

Υποστηρίζει ότι έτσι υπέστην περιουσιακή ζημία ύψους 231.1227, 80 ευρώ και του αφαιρέθηκε η δυνατότητα να εργαστεί. «Είναι απολύτως βέβαιο, ότι οι, ως άνω, άδικοι, συκοφαντικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί που μου αποδόθηκαν από τους «καταγγέλλοντες» και οι οποίο δεν έχουν εισέτι οδηγήσει σε απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ έχουν εισχωρήσει τόσο βαθιά στον ψυχισμό του θεατρικού κοινού, που θα συνεχίζουν επί μακρόν να πλήττουν την εικόνα μου και το αίσθημα εμπιστοσύνης των θεατών, των συναδέλφων μου ηθοποιών και σκηνοθετών, των τεχνικών, των θεατρικών και κινηματογραφικών παραγογών προς το πρόσωπό μου που με τόσο κόπο κατάφερα να κερδίσω κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και επιτυχημένης, έως τώρα, πορείας μου στο χώρο ιδίως του θεάτρου και σο απώτερο μέλλον», υποστηρίζει.