Δεν είναι η πρώτη φορά που εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί για θέματα απορρήτου επικοινωνιών και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί μόνο εφόσον για την υπόθεση είχαν επιληφθεί τα δικαστικά όργανα.

Αυτή είναι η επίσημη θέση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, μετά τις σφοδρές αντιδράσεις της ΑΔΑΕ και την πολιτική αντιπαράθεση για την πρόσφατη γνωμοδότηση του Ισίδωρου Ντογιάκου περί αναρμοδιότητας της Αρχής να ενημερώνει πολίτες για το ενδεχόμενο παρακολούθησης των τηλεφώνων τους.

Σε ανακοίνωσή της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει ότι αξιολογήσεις και παρερμηνείες της γνωμοδότησης “δεν μπορεί να αποτελούν την αφορμή για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων”.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΕΕ:

” Κατά το Σύνταγμα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και όλοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί εντάσσονται στη δικαστική λειτουργία της Πολιτείας και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.

Καθήκον της εισαγγελικής αρχής, μεταξύ άλλων, είναι η τήρηση της νομιμότητας, παρέχεται δε από το νόμο και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.2 Ν. 4938/2022 (ΚΟΚΔΛ) , στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί επί θεμάτων που παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον, ερμηνεύοντας διατάξεις νόμων.

Σχετικά δε με διατάξεις νόμων που αφορούσαν το απόρρητο των επικοινωνιών, έχουν εκδοθεί στο παρελθόν οι με αριθμούς 9/2009, 12/2009 και 9/2011 γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου.

Αμφισβητήσεις ως προς το αντικείμενο και τα όρια της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως και της με αριθμό 1/2023 γνωμοδότησής του, θα μπορούσαν να εγερθούν, εάν το περιεχόμενο αυτής, αφορούσε συγκεκριμένο θέμα για το οποίο είχαν επιληφθεί τα αρμόδια δικαστικά όργανα, ώστε να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο επηρεασμού της κρίσης τους, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.

Η έκφραση επιστημονικών και άλλων απόψεων που αξιολογούν ή παρερμηνεύουν το περιεχόμενό της, δεν μπορεί να αποτελεί την αφορμή για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων και αφενός μεν να βάλλεται ο θεσμός και αφετέρου δε να επιχειρείται να παρεμποδιστεί η δικαιοδοτική κρίση και η έκφραση γνώμης δικαστικής αρχής.”