Στην παραδοχή πως υπάρχουν ευθύνες στους φύλακες του Χριστιανικού και Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, αλλά και στην ίδια τη διεύθυνση του Μουσείου, για το πρόσφατο περιστατικό βανδαλισμού, προχώρησε με ανακοίνωσή της η Πανελλήνια Ένωση Υπαλλήλων Φύλαξης Αρχαιοτήτων (ΠΕΥΦΑ).

Το  περιστατικό σημειώθηκε το απόγευμα του Σαββάτου της 28ης Ιουλίου, όταν δυο γυναίκες, παρά την παρουσία φυλάκων, κατάφεραν να ρίξουν ελαιώδες υγρό που περιλάμβανε και παραφίνη σε αντικείμενα, προθήκες και χώρους του μουσείου προκαλώντας ζημιές, ευτυχώς αναστρέψιμες σχεδόν στο σύνολό τους.

Η ΠΕΥΦΑ χαρακτηρίζει το περιστατικό ως «προμελετημένο κακόβουλο συμβάν», εκφράζοντας τη θλίψη της. Παράλληλα, όμως, εκφράζει και την ανησυχία της, καθώς όπως αναφέρει το συγκεκριμένο συμβάν «δυστυχώς δεν είναι το μόνο που έχει συμβεί και που αφορά θέματα ασφάλειας και λειτουργίας ενός Μουσείου ή Αρχαιολογικού Χώρου και βέβαια δεν θα είναι και το τελευταίο».

«Σαφώς και πρέπει να αποδοθούν ευθύνες αναλογικά σε όλους τους εμπλεκόμενους του περιστατικού. Εννοούμε βέβαια ότι η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τους Αρχαιοφύλακες, αλλά και την διεύθυνση του Μουσείου», αναφέρει η ανακοίνωση, αφήνοντας ανοιχτά αιχμές κατά της διευθύντριάς του Μουσείου.

Παράλληλα, τονίζεται το θέμα της απουσίας ιματιοθήκης. «Όλοι γνωρίζουμε ότι για να λειτουργήσει ένα σύστημα ασφάλειας, προϋποθέτει συγκεκριμένους κανόνες, δηλαδή υποδομές όπως π.χ. μια ιματιοθήκη όπου ο επισκέπτης υποχρεωτικά πρέπει να αφήσει τσάντες, σακίδια κλπ., τα οποία θα μπορούσαν εν δυνάμει να κρύβουν αντικείμενα πιθανού βανδαλισμού.

Σας ενημερώνουμε λοιπόν ότι το Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο καθώς και η συντριπτική πλειονότητα των Μουσείων, δεν διαθέτει τέτοιους ανάλογους χώρους όπου υποχρεωτικά στην παρούσα φάση, οι συγκεκριμένες επισκέπτριες θα είχαν αφήσει τις μεγάλες τσάντες που κουβαλούσαν μαζί τους με τα διάφορα σύνεργα που χρησιμοποίησαν», αναφέρει μεταξύ άλλων η ΠΕΥΦΑ, που καταλήγει ότι «το περιστατικό αυτό, κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για πρόσληψη μόνιμου φυλακτικού προσωπικού, την αναθεώρηση των κανόνων ασφάλειας και λειτουργίας των Μουσείων και Αρχαιολογικών Χώρων καθώς και την άμεση εκπαίδευση του υφιστάμενου μόνιμου προσωπικού».