Κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή, στο πλαίσιο του προγράμματος βελτίωσης της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης αλλά και του σωφρονιστικού συστήματος, το σχετικό σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη ρητή αναγνώριση στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του τεκμήριο αθωότητας στους υπόπτους και τους κατηγορούμενους. Προβλέπεται, δηλαδή, το δικαίωμα του υπόπτου ή κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αξιωματούχων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.

Σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Στο πλαίσιο του προγράμματος βελτίωσης της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης αλλά και του σωφρονιστικού συστήματος, κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Οι κυριότερες νομοθετικές ρυθμίσεις  του νομοσχεδίου, είναι οι εξής:

-Κύρωση του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθμ. 16 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, με το οποίο διευρύνεται η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και παρέχεται η δυνατότητα στα Ανώτατα Δικαστήρια των συμβαλλομένων μερών να υποβάλλουν αιτήματα γνωμοδοτήσεων σε θέματα αρχών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που περιλαμβάνει η Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή τα πρωτόκολλα.

– Έλληνας Ευρωπαίος Εισαγγελέας:

Με το νομοσχέδιο ορίζονται ρητά η διαδικασία επιλογής και τα προσόντα του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα, η αρμοδιότητα του οποίου είναι η καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τυχόν εντολές που έχουν λάβει από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Επίσης, υπέχει ρόλο συνδέσμου επικοινωνίας και διαύλου πληροφοριών μεταξύ των μόνιμων τμημάτων, των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων και του ελληνικού κράτους.

Προσόντα υποψηφίων για τη θέση του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα

Οι υποψήφιοι για την θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, πρέπει: Να κατέχουν το βαθμό τουλάχιστον του εισαγγελέα πρωτοδικών έως και του εισαγγελέα εφετών. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε (5) έτη στο βαθμό αυτό. Να υπολείπονται το λιγότερο δέκα (10) έτη υπηρέτησης στην Εισαγγελική Αρχή έως την αποχώρησή τους. Να μην τους έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη της επίπληξης τα τελευταία πέντε (5) χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής τους και να μην εκκρεμεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Να μην έχουν καταδικαστεί για έγκλημα και να μην εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική δίωξη. Να διαθέτουν τη σχετική πρακτική πείρα στο εθνικό νομικό σύστημα, στις έρευνες στον χρηματοοικονομικό τομέα, στη διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Υπηρεσία σχετιζόμενη με διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές. Να κατέχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, αναγνωρισμένο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, στις ποινικές επιστήμες ή στην εγκληματολογία ή στο ευρωπαϊκό δίκαιο ή στις οικονομικές επιστήμες ή σε άλλον συναφή τομέα. Να έχουν άριστη πιστοποιημένη γνώση τουλάχιστον της αγγλικής γλώσσας.

Επιλογή υποψηφίων για τη θέση του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μόλις ενημερωθεί για την έναρξη της διαδικασίας διορισμού ή αντικατάστασης του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα, ορίζει προθεσμία εντός της οποίας υποβάλλονται οι αιτήσεις ενδιαφερομένων. Για την υποβολή των υποψηφιοτήτων δημοσιεύεται πρόσκληση στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η οποία γνωστοποιείται εγγράφως στους διευθύνοντες τις εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών της επικράτειας, προς ενημέρωση των υφισταμένων τους. Οι υποψήφιοι, εντός δέκα (10) ημερών από την ημέρα δημοσίευσης, υποβάλουν στη γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αίτηση μαζί με βιογραφικό σημείωμα και φάκελο δικαιολογητικών, από τον οποίο αποδεικνύονται τα προσόντα.  Η επιλογή των τριών (3) υποψηφίων πραγματοποιείται, μετά από εισήγηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, το οποίο αποφαίνεται εντός είκοσι (20) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας . Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, συνεδριάζει σε δεκαπενταμελή σύνθεση για όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς ανεξαρτήτως βαθμού. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου λαμβάνεται ύστερα από έλεγχο των υποβληθέντων δικαιολογητικών και των ατομικών τους φακέλων καθώς και συνέντευξη των υποψηφίων που πληρούν τα τυπικά προσόντα.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, όσον αφορά τους τρεις (3) υποψηφίους για τη θέση Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα, μαζί με την αίτηση και τον φάκελο υποψηφιότητας εκάστου, διαβιβάζεται μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να ακολουθήσει κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού η επιλογή και ο διορισμός του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα.

Τεκμήριο αθωότητας- Ενσωμάτωση Ευρωπαϊκής Οδηγίας  (2016/343/ΕΕ)

Αναγνωρίζεται ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το τεκμήριο αθωότητας στους υπόπτους και τους κατηγορούμενους. Προβλέπεται το δικαίωμά του υπόπτου ή κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αξιωματούχων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.

«Βάρος απόδειξης» στην ποινική δίκη

Προστίθεται νέο άρθρο τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με το οποίο οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές και εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. Οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου.

Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης

Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 103Α ως εξής: Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, με το οποίο προβλέπεται ρητά ότι ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος απολαμβάνουν τα δικαιώματα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης.

Αύξηση οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών

Οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης αυξάνονται από 1 Φεβρουαρίου 2019 ως εξής:

α) των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε είκοσι τέσσερεις (24),

β) των εισαγγελέων εφετών κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε πενήντα δύο (52),

γ) των αντεισαγγελέων εφετών κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε εκατόν τριάντα εννέα (139), και

δ) των εισαγγελέων πρωτοδικών κατά δύο (2), οριζομένων αυτών σε εκατόν σαράντα τέσσερεις (144).

Ενίσχυση της λειτουργίας του Γραφείου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από γνώμη του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, συστήνονται οι αναγκαίες θέσεις επιστημονικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, οι οποίες καλύπτονται με μετάθεση, μετακίνηση ή απόσπαση υπαλλήλων από τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, ιδίως από το Δημόσιο σε στενή έννοια, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και το ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας.

Βελτίωση διατάξεων σχετικά με την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος

Προβλέπεται η δυνατότητα των αιτούντων συναινετικό διαζύγιο ενώπιον συμβολαιογράφου να κάνουν χρήση των διατάξεων για την παροχή νομικής βοήθειας σε αστικές υποθέσεις. Ενοποιείται η διαδικασία της παροχής νομικής βοήθειας και παρέχεται αυτή από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, τόσο σε σχέση με την κύρια αποζημίωση όσο και σε σχέση με την πρόσθετη αποζημίωση στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας για ποινικές δίκες μακράς διάρκειας. Επίσης αλλάζει το σύστημα καταβολής ΦΠΑ για την παροχή νομικής βοήθειας που πλέον καταβάλλεται κατά το χρόνο είσπραξης της αποζημίωσης. Τέλος, διασφαλίζεται η διοικητική αυτοτέλεια των δικηγορικών συλλόγων.

Διατάξεις που αφορούν στη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος

Οι διατάξεις που αφορούν στη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος, επεκτείνουν το μέτρο του ευεργετικού υπολογισμού των εργαζομένων σε περισσότερες μονάδες (όπως αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής) Αγροτικών Καταστημάτων Κράτησης, ενώ παράλληλα ρυθμίζουν τη λειτουργία των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, με απώτερο στόχο την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών.

Επιπλέον, αναγνωρίζεται και θεσμοθετείται η ανάγκη για παροχή ασφαλιστικής κάλυψης έναντι κινδύνου ατυχήματος στους καταδικασθέντες που παρέχουν κοινωφελή εργασία ως μέτρο έκτισης της ποινής, καλύπτοντας το θεσμικό έλλειμμα στον τρόπο εφαρμογής του ποινικού αυτού μέτρου, το οποίο υφίσταται εδώ και 20 χρόνια, από την έναρξη υλοποίησης του θεσμού το 1997.