Mια απόφαση η οποία ανατρέπει όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα σχετικά με το θέμα των συντάξεων υπαλλήλων που διορίστηκαν στο δημόσιο με πλαστά πτυχία ή πιστοποιητικά, όπως π.χ η καθαρίστρια στον Βόλο, εξέδωσε μέσα στο 2018 το Ελεγκτικό Συνέδριο. Όπως αποκαλύπτει το dikastiko.gr, η απόφαση η οποία ανατρέπει εφετειακή απόφαση δικαστηρίου, αλλά και την ίδια την νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δημοσιεύθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου και ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο σε εκατοντάδες δημοσίους υπαλλήλους που απολύθηκαν από το δημόσιο για χρήση πλαστών πιστοποιητικών στο διορισμό τους να διεκδικήσουν ως συντάξιμα τα χρόνια που δούλεψαν.
Το 2ο Τμήμα του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου (1176/2018), αναπτύσσει μια εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία για την προστασία του πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος, την αρχή της αναλογικότητας αλλά και την ΕΣΔΑ για να καταλήξει πως :Το δημόσιο έχει επωφεληθεί των υπηρεσιών του υπαλλήλου επι μακρό χρονικό διάστημα. Σε αυτό το διάστημα δεν έκανε, ως όφειλε, έλεγχο των πιστοποιητικών του
Αναφέρει:
«…στην περίπτωση που η ανάκληση της πράξης διορισμού, ακόμη και επί υπαίτιας συμπεριφοράς του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, χωρεί μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από τον διορισμό, πολλώ δε μάλλον σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο στο δημόσιο, έχοντας διανύσει μεγάλο μέρος του εν γένει εργασιακού του βίου και συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο, αυτό δε έχει καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα επωφεληθεί των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει ασκήσει τη νόμιμη ευχέρειά του να προβεί σε έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών διορισμού, προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, η πλήρης στέρηση της σύνταξης από το Δημόσιο, που αντιστοιχεί στην de facto παρασχεθείσα αυτή υπηρεσία, παρ’ ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στα τυπικά προσόντα της θέσης και η συνδεόμενη με αυτήν υγειονομική περίθαλψη, αντίκειται προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές θίγοντας τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων».
Δικαιούνται άλλοι με βαριές καταδίκες
Το δικαστήριο μάλιστα υπενθυμίζει πως χορηγούνται συντάξεις σε άλλους υπαλλήλους που έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για βαρύτατα αδικήματα:
«….Σε κάθε δε περίπτωση η επέλευση μίας τόσο καταλυτικής κυρωτικής έννομης συνέπειας στο συνταξιοδοτικό σκέλος της υπαλληλικής σχέσης, λαμβανομένου υπόψιν ότι ο υπάλληλος δεν δύναται για τον ίδιο ασφαλιστέο χρόνο να λάβει παροχές από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, παραβιάζει τον πυρήνα της αρχής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ενδεικτικώς και ΕλΣυνΟλομ. 6456/2015, 1817, 477/2014, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι η οριστική απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας και στο άρθρο 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ και ο υπάλληλος δικαιούται πλήρη σύνταξη, παρά το γεγονός ότι είχε καταδικαστεί σε εγκλήματα με την ίδια ή και με πολύ μεγαλύτερη ηθική απαξία από εκείνη που καταλογίζεται στον υπάλληλο που δολίως προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό του)…
Τέλος, η μη αναγνώριση ως συντάξιμης της διανυθείσας υπηρεσίας στο Δημόσιο λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν και η εξ αυτού του λόγου μη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη αντιβαίνει και στο άρθρο 1 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ, λαμβανομένου υπόψη ότι η για μακρότατο χρόνο de facto απασχόληση του έστω κακόπιστου υπαλλήλου, χωρίς το Δημόσιο ως εργοδότης να ασκεί την προβλεπόμενη στον νόμο ευχέρειά του για έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών, αρμοδιότητα που εντασσόταν στη σφαίρα ευθύνης του προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσια θέση, γεννά κατά το εθνικό δίκαιο αξίωση του υπαλλήλου για καταβολή αμοιβής κάποιου ύψους και για καταβολή ανάλογης προς αυτήν σύνταξης, ενόψει της προστασίας που παρέχεται από τα άρθρα 2 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 α Σ., η αξίωση δε αυτή εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της οικείας διάταξης της ΕΣΔΑ».
Ο υπάλληλος
Ο υπάλληλος είχε διοριστεί και υπηρέτησε επί 17 χρόνια στο δημόσιο ως φύλακας με πλαστό πτυχίο. Η πλαστότητα εντοπίστηκε όταν υπέβαλλε αίτηση συνταξιοδότησης αφού εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος από το 1997. Το γενικό λογιστήριο όμως αρνήθηκε να προσμετρήσει ως συντάξιμα τα χρόνια υπηρεσίας του στο δημόσιο παρότι αυτός παρείχε τις υπηρεσίες του κανονικά επί 17 χρόνια και το πτυχίο μόνο τυπικά προσμετρούνταν στην ικανότητά του να παράσχει αυτές τις υπηρεσίες. Αυτό εκτίμησε όμως και το δικαστήριο και ανέτρεψε την εφετειακή απόφαση που ήταν υπέρ του δημοσίου :
«… το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι μη νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η αίτηση του εγκαλούντος για τον κανονισμό σύνταξης από το Δημόσιο, με την αιτιολογία ότι η περί τα 17 έτη υπηρεσία του στο Δημόσιο δεν δύναται να αναγνωρισθεί ως συντάξιμη λόγω της ανάκλησης της πράξης διορισμού του. Και τούτο, διότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη VII Η, η στέρηση της σύνταξης σε υπάλληλο του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτό, όπως εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του κατά την πρόκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ.1, 17 παρ.1, 25 παρ.1 α΄ του Συντάγματος, στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ….
Οφείλει δε η Διοίκηση να εξετάσει εάν με τα έτη αυτά υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψιν και των αιτημάτων του εγκαλούντος για αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου της στρατιωτικής του θητείας, αλλά και του χρόνου απασχόλησής του στον ιδιωτικό τομέα και ασφάλισής του στο ΙΚΑ κατά τα άρθρα 1 έως 6 του ν. 1405/1983, συμπληρώνει αυτός τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από το Δημόσιο και σε καταφατική περίπτωση να του καταβάλει τη σύνταξη που θα δικαιούτο εάν δεν είχε προχωρήσει η ανάκληση του διορισμού του».