• Top Stories

    Τα 6 λάθη των εταιρειών δημοσκοπήσεων στο βρετανικό δημοψήφισμα: Γιατί δεν προέβλεψαν το Brexit;

    Brexit


    Μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων βρέθηκαν και πάλι στο στόχαστρο, καθώς πριν το δημοψήφισμα προέβλεπαν επικράτηση της παραμονής της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ακόμα και το βράδυ εκείνο, η τελική δημοσκόπηση (που είχε χαρακτήρα exit poll) έδινε Remain σε ποσοστό 52%, έναντι Brexit σε ποσοστό 48%. Όμως, όπως γνωρίζουμε πλέον όλοι, το Brexit ήταν τελικά αυτό που επικράτησε.

    Οι βρετανικές εταιρείες δημοσκοπήσεων είχαν πέσει προηγουμένως έξω τόσο στο περσινό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, όπου προέβλεπαν ποσοστά σχεδόν 50-50, για να επικρατήσει τελικά η παραμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο με ποσοστό κοντά στο 55%, αλλά και στις εθνικές εκλογές, όπου απέτυχαν να προβλέψουν την άνετη νίκη του David Cameron.

    Γιατί λοιπόν οι δημοσκοπήσεις πέφτουν έξω; Ο διευθυντής ερευνών του YouGov, Anthony Wells, δίνει την απάντηση σε ανάρτησή του στο blog του – και αυτό που λέει είναι πολύ ανησυχητικό: ουσιαστικά, πλέον οι δημοσκοπήσεις απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ακριβείς, καθώς είναι όλο και περισσότεροι οι ψηφοφόροι που περνούν κάτω από τα «ραντάρ» των εταιρειών και η γνώμη τους δεν υπολογίζεται στις δημοσκοπήσεις.

    Σύμφωνα με τον Wells, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων κάνουν έξι μεγάλα λάθη που επηρεάζουν την αξιοπιστία των ερευνών τους:

    Οι τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις πλέον δεν είναι ακριβείς, αλλά ούτε και οι διαδικτυακές δημοσκοπήσεις είναι πολύ καλύτερες. Και οι δύο τύποι δημοσκοπήσεων έδιναν προβάδισμα στην παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, αν και οι διαδικτυακές δημοσκοπήσεις έπεσαν λιγότερο έξω, δίνοντας υψηλότερα (αλλά όχι τα πραγματικά) ποσοστά στο Brexit. Οι δημοσκόποι εκτιμούσαν πως η πραγματικότητα βρισκόταν κάπου ανάμεσα στα αποτελέσματα των τηλεφωνικών και των διαδικτυακών δημοσκοπήσεων, όμως εν τέλει αποδείχθηκε πως αυτό δεν ίσχυε.

    Οι δημοσκοπήσεις δε λαμβάνουν υπ’ όψιν τους ψηφοφόρους που δυσκολεύονται να προσεγγίσουν. Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις διεξάγονται σε διάστημα τριών ημερών, στη διάρκεια των οποίων οι εταιρείες προσπαθούν να προσεγγίσουν ένα δείγμα ψηφοφόρων. Ο Wells αναφέρει πως αυτό το διάστημα θα πρέπει να αυξηθεί στις έξι μέρες, ώστε να συμπεριλαμβάνονται στις έρευνες και αυτοί που είναι πιο δύσκολο να απαντήσουν.

    Οι άνθρωποι υψηλής μόρφωσης υπερεκπροσωπούνται στις δημοσκοπήσεις, ενώ οι άνθρωποι χαμηλής μόρφωσης υποεκπροσωπούνται. «Πρέπει να υπάρχουν αρκετοί λιγότερο μορφωμένοι άνθρωποι σε νεότερες ηλικιακές ομάδες, όχι μόνο μεταξύ των μεγαλύτερων ηλικιών όπου είναι κοινός τόπος», λέει ο Wells.

    Οι δημοσκοπήσεις αποτυγχάνουν να συνυπολογίσουν παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις των ψηφοφόρων. Κάποιοι ψηφοφόροι λένε ότι δεν ξέρουν πώς θα ψηφίσουν, όμως οι ψήφοι τους μπορούν να προβλεφθούν αν γνωρίζει κανείς περισσότερα για τη στάση τους σε σχετικά ζητήματα. Στις δημοσκοπήσεις πριν το δημοψήφισμα, οι εταιρείες προσπάθησαν να «ζυγίσουν» τις προβλέψεις τους με βάση στοιχεία για τις απόψεις των ερωτώμενων για φυλετικά ζητήματα και για τη μετανάστευση. Αλλά ακόμα και αυτή η διαδικασία είχε λάθη.

    Τα μοντέλα πρόβλεψης της προσέλευσης απέτυχαν. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν πως η προσέλευση αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα. Τα μοντέλα τους για το ποιος θα ψήφιζε πραγματικά ήταν εντελώς λανθασμένα. «Σε σχεδόν όλες τα περιπτώσεις οι προσαρμογές για την προσέλευση έκαναν τις δημοσκοπήσεις λιγότερο ακριβείς, μεταβάλλοντας τα τελικά στοιχεία υπέρ του Remain», λέει ο Wells.

    Τα μοντέλα διαμοιρασμού των «δεν ξέρω» ήταν λανθασμένα. Σε ένα δημοψήφισμα δεν μπορείς να ψηφίσεις «δεν ξέρω», επομένως αυτές οι απαντήσεις έπρεπε κάπως να μοιραστούν μεταξύ των δύο πραγματικών επιλογών. «Σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις αυτές οι προσαρμογές βοήθησαν το Remain, και σε κάθε περίπτωση αυτό έκανε τα πράγματα λιγότερο ακριβή», εξηγεί ο Wells.



    ΣΧΟΛΙΑ