Tα τελευταία χρόνια, πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που δεν κοιμούνται επαρκώς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για έμφραγμα και εγκεφαλικό επεισόδιο, μεταξύ άλλων. Μια νέα, μικρή μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Μπόλντερ στο Κολοράντο εξηγεί  το «γιατί».

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές  οι άνθρωποι που κοιμούνται λιγότερες από 7 ώρες τη νύχτα έχουν χαμηλότερα επίπεδα τριών μορίων στο αίμα (ή microRNAs), που επηρεάζουν την γονιδιακή έκφραση και παίζουν βασικό ρόλο στη διατήρηση της αγγειακής υγείας.

“Η μελέτη αυτή προτείνει έναν νέο δυνατό μηχανισμό, μέσω του οποίου ο ύπνος επηρεάζει την υγεία της καρδιάς και τη συνολική φυσιολογία”, δήλωσε ο κύριος συντάκτης, καθηγητής Φυσιολογίας, Christopher DeSouza.

Παρότι η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρία συνιστά 7 έως 9 ώρες ύπνου κάθε βράδυ, ένα μεγάλο ποσοστό των ενηλίκων κοιμάται λιγότερο. Οι στατιστικές μάλιστα δείχνουν ότι, σε σχέση με το παρελθόν, οι σύγχρονοι άνθρωποι κοιμούνται 1 ½ ώρα λιγότερο.

Σε άλλη πρόσφατη μελέτη, η ομάδα του DeSouza διαπίστωσε ότι οι ενήλικες άνδρες που κοιμούνται 6 ώρες τη νύχτα έχουν δυσλειτουργικά ενδοθηλιακά κύτταρα – τα κύτταρα που διαχωρίζουν τα αιμοφόρα αγγεία – και οι αρτηρίες τους δεν διαστέλλονται και συστέλλονται όπως σ’ εκείνους που κοιμούνται επαρκώς. Εντούτοις, οι παράγοντες που οδηγούν σε αυτή τη δυσλειτουργία δεν είναι γνωστοί.

Τι είναι το MicroRNA

Τα MicroRNA είναι μικρά μόρια που καταστέλλουν την έκφραση γονιδίων ορισμένων πρωτεϊνών στα κύτταρα. Η ακριβής λειτουργία των κυκλοφορούντων microRNA στο καρδιαγγειακό σύστημα και η επίδρασή τους στην καρδιαγγειακή υγεία λαμβάνει μεγάλη επιστημονική προσοχή και σήμερα αναπτύσσονται φάρμακα για ποικίλες ασθένειες (συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου), στοχεύοντας στη διόρθωση των υπογραφών των microRNA.

«Είναι σαν τα κυτταρικά φρένα, οπότε αν λείπουν τα ευεργετικά microRNA μπορεί να υπάρχει μεγάλος αντίκτυπος στην υγεία του κυττάρου», δήλωσε ο DeSouza.

Η μελέτη

Για τη νέα μελέτη, η οποία είναι η πρώτη που εξέτασε τον αντίκτυπο του ανεπαρκούς ύπνου στις κυκλοφορούσες υπογραφές του microRNA, ο  DeSouza και η ομάδα του πήραν δείγματα αίματος από 24 υγιείς άνδρες και γυναίκες ηλικίας 44 έως 62 ετών, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει ερωτηματολόγια για τις συνήθειες ύπνου. Οι μισοί κοιμόντουσαν από  7 έως 8,5 ώρες το βράδυ και οι άλλοι μισοί από 5 έως 6,8 ώρες.

Οι ερευνητές αξιολόγησαν την έκφραση εννέα microRNAs που προηγουμένως είχαν συσχετιστεί με την φλεγμονή, την ανοσολογική λειτουργία ή την αγγειακή υγεία.

Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι τα άτομα με ανεπαρκή ύπνο είχαν 40 έως 60 % χαμηλότερα επίπεδα κυκλοφορίας των miR-125A, miR-126 και miR-146a (τα οποία είχε φανεί προηγουμένως ότι καταστέλλουν τις φλεγμονώδεις πρωτεΐνες), σε σύγκριση με τα άτομα που κοιμόντουσαν επαρκώς.

Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη στο εργαστήριο του DeSouza, προκειμένου να καθοριστεί εάν η αποκατάσταση υγιεινών συνηθειών ύπνου μπορεί να αποκαταστήσει τα επίπεδα των microRNAs.

«Είναι πιθανό τα microRNAs στο αίμα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτης καρδιαγγειακής νόσου σε άτομα με ανεπαρκή ύπνο, επιτρέποντας στους γιατρούς να συλλέξουν σημαντικές πληροφορίες μέσω αιμοληψίας, χωρίς να χρειάζονται πιο επεμβατικές εξετάσεις.  Προς το παρόν, όμως, το μήνυμα είναι το εξής: Μην υποτιμάται τη σημασία ενός καλού, νυχτερινού ύπνου!”, καταλήγει ο DeSouza.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Experimental Physiology.