Αυτός ο Μίμης ο κοντός ο μέγας, δεν μένει πιά εδώ. Με τον δικό του μοναδικό τρόπο που είχε να στέκεται στον αέρα όταν πηδούσε για κεφαλιά, έκανε στα 81 του το τελευταίο του άλμα. Ανεβαίνοντας ψηλά στη γειτονιά των αγγέλων αυτήν τη φορά.

Εάν όπως έχει πει ο σπουδαίος Ρώσος συνθέτης Νιμίτρι Σοστάκοβιτς «το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών» τότε ο Μίμης Παπαϊωάννου θα πρέπει να λογίζεται ως πρίμα μπαλαρίνα του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Ο τρόπος που άγγιζε την μπάλα, η τρίπλα του, πως έφευγε μπροστά, πώς τρύπωνε στην μικρή περιοχή, τα απίθανα φάλτσα που έδινε για να σκοράρει. Πάντα με το αριστερό, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που τύχαινε να χρησιμοποιεί και το δεξί του πόδι. Το οποίο επί της ουσίας το είχε μόνο για να πατάει στο τερέν.

Απίστευτη η δεινότητά του και στις κεφαλιές. Αν και του έλλειπε το ύψος, κέρδιζε τους πάντες στον αέρα. Φρόντιζε να συγχρονίζεται με την πορεία της μπάλας και καθώς διέθετε πολύ δυνατούς αστραγάλους, έκανε το άλμα όταν οι αντίπαλοί του άρχιζαν να πέφτουν. Ενώ εκείνος ανέβαινε ψηλά και αυτομάτως μάζευε το πόδια για να «κάθεται» περισσότερη ώρα στον αέρα…

Από τα 289 γκόλ που πέτυχε στα 556 παιχνίδια του με την ΑΕΚ (πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για την ομάδα) κάπου 50 τα πέτυχε με κεφαλιές. Σχεδόν το ένα στα έξι.

Μόνο με τα πέναλτι δεν το είχε. Στην 17χρόνη καριέρα του με την κιτρινόμαυρη φανέλα τα πέναλτι  που εκτέλεσε ήταν μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού.

Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές έχω δεί δια ζώσης στο γήπεδο τον Μίμη Παπαϊωάννου να σκοράρει για την ΑΕΚ, που την παρακολουθώ εδώ και 47 χρόνια. Κι άλλα καμμιά δεκαριά, ως πιτσιρικάς θεατής από την τηλεόραση.

Μια ζωή ΑΕΚ λοιπόν και με τον Μίμη να είναι το καθοριστικό στοιχείο σε αυτό το «λατρευτικό σύνδρομο», ικανό να σου αλλάξει όλη την κυριακάτικη ψυχολογία, μοναδική μέρα των αγώνων παλαιότερα. Οι Αεκτζήδες της γενιάς μου, παίζοντας επί ώρες μπάλα στις κάθε είδους αλάνες, είχαμε τον Μίμη σε χαρτάκια, σε πλαστικοποιημένες φωτογραφίες που πούλαγαν τα ψιλικατζίδικα της εποχής, αλλά και σε αφίσες στα παιδικά και εφηβικά δωμάτια.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω μια μοναδική φωτογραφία, νομίζω από μάτς ΑΕΚ- Βέροια, που δείχνει τον Μίμη Παπαϊωάννου να κάνει κεφαλιά-ψαράκι ανάμεσα σε δύο αντιπάλους, έχοντας οριζοντιώσει πλήρως το κορμί του σαν να’ ναι ένας γρανιτένιος χάρακας.

Αργότερα, στα χρόνια της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας, όταν μεταξύ των άλλων είχα μια μικρή συνεργασία με τον «Δικέφαλο» και τον απαράμιλλο λεξιπλάστη Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη ( με το οποίον ήμασταν επί μακρόν στην «Απογευματινή», σε διαφορετικά είδη ρεπορτάζ) συναντήθηκα ορισμένες φορές με τον Μίμη Παπαϊωάννου. Ο οποίος είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία μαζί με τον Φαίδωνα, στον οποίο η ΑΕΚ οφείλει πολλά για την επικοινωνιακή ανάδειξή της, μέσα από την ποταμιαία γραφή του.

«Είχα το προσόν να μην τραυματίζομαι»

Ο Μίμης Παπαϊωάννου είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Σεμνός πάντα, με μια απαλή χροιά στη φωνή του, αντιμετώπιζε πάντα τον συνομιλητή του με μια συστολή. Χαμογελούσε με ευχαρίστηση όταν ο άλλος του εξιστορούσε με λεπτομέρειες φάσεις και γκόλ, που και ό ίδιος καλά- καλά δεν θυμόταν.

 Σε μια από αυτές τις συναντήσεις τον είχα ρωτήσει:

-Μίμη ποιο πιστεύεις εσύ ότι ήταν το μεγαλύτερο προσόν σου σαν ποδοσφαιριστής.

Το σκέφτηκε για λίγο, δίνοντάς μου μια απάντηση που δεν περίμενα.

-Το προσόν που είχα εγώ ήταν εκείνο που δεν τραυματιζόμουν…Για δες πόσες φορές έμεινα εκτός λόγω τραυματισμού. Ελάχιστες και με κανέναν σοβαρό. Ήταν φορές που οι γιατροί μου έλεγαν ότι θα μείνω εκτός για μια βδομάδα ή και 10 μέρες. Εγώ γέλαγα, γιατί σε δυό-τρείς μέρες ήμουν εντάξει και επανερχόμουν. Δεν ξέρω το πώς και το γιατί, αλλά το σώμα μου αντιδρούσε άμεσα και ήμουν και πάλι μάχιμος μέσα στο γήπεδο. Οπότε ναι, αυτό ήταν το μεγαλύτερο προσόν που εγώ πιστεύω ότι είχα…

Στη συνέχεια της κουβέντας έσπευσε να προσθέσει με νόημα: «Ακόμη και ο Δομάζος έτσι ήταν». Δείγμα σεβασμού και εκτίμησης για τον άλλο μεγάλο κοντό του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μια άλλη στρατηγική ιδιοφυία της στρογγυλής «θεάς».

Ζωή ιερομόναχου…

Σε αντίθεση με τον Δομάζο που ήταν πιο αλέγκρος στην ιδιωτική του ζωή, ο Παπαϊωάννου όσο έπαιζε ποδόσφαιρο ήταν «ερημίτης». Φρόντιζε με συνέπεια ιερομόναχου να κοιμάται νωρίς, να τρώει καλά, αλλά και να προπονείται με συνέπεια. Ακόμη και ο γάμος του με τη ζωγράφο σύζυγό του Μαίρη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, ήρθε αργά…

Την εποχή του «ΑΕΚ24» οι περισσότεροι σε εκείνη την προσπάθεια θέλαμε να ηγηθεί ο Μίμης Παπαϊωάννου. Σε μια από τις κρίσιμες γενικές συνελεύσεις των μελών σε κεντρικό Αθηναϊκό θέατρο, όλοι ανέμεναν την άφιξή του, αν και ήταν κοινό μυστικό ότι δεν ήθελε για λόγους σεμνότητας να πάρει ρόλο με ηγετική χροιά. Κάποια τον αναζήτησαν, αλλά τον βρήκαν να είναι στην Κέρκυρα για την παρουσίαση του αυτοβιογραφικού του βιβλίου «Ζωή στον αέρα»… Τους ευχαρίστησε για την έμπρακτη αποδοχή που είχε ώς «σημαία» της ΑΕΚ, αλλά ώς εκεί…Πάντα μετρημένος και ταπεινός.

Το γκoλ, η Μερσεντές του Μπάρλου και η Κουίνς Παρκ

Ο μύθος λέει ότι σε έναν αγώνα ΠΑΟΚ-ΑΕΚ ο Παπαϊωάννου είχε ενοχλήσεις στο πόδι και ήταν αμφίβολο αν θα παίξει. Ο Πρόεδρος της ΑΕΚ Λουκάς Μπάρλος τον  συνάντησε και του είπε «Μίμη αν παίξεις και κερδίσουμε στην Τούμπα, θα σου κάνω δώρο μια Μερσεντές»… Το αποτέλεσμα εκείνου του αγώνα ΠΑΟΚ – AEK ήταν 0-1 με γκoλ του Παπαϊωάννου και με το αυτοκίνητο να γίνεται δικό του…

Προσωπικά το καλύτερο μάτς που έχω παρακολουθήσει ποτέ στη Νέα Φιλαδέλφεια ήταν αυτό της ΑΕΚ με την  Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, για το Ευρωπαϊκό κύπελλο ΟΥΕΦΑ, τον Μάρτιο του 1977. Όταν μαθητής της τελευταίας τάξης του 2ου Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών, βρέθηκα στο πέταλο της Θύρας 21. Εκεί μπροστά μας σηκώθηκε στο δεύτερο ημίχρονο ο … ουρανομήκης Μίμης Παπαϊωάννου και με κεφαλιά, στα 35 του τότε έγραψε το 3-0 ισοφαρίζοντας το σκορ με το οποίο η ΑΕΚ είχε χάσει τον πρώτο αγώνα στον αγώνα στο Λονδίνο. Πανζουρλισμός και έκσταση μαζί. Όλοι μας είχαμε την αίσθηση ότι τον είδαμε σε απόσταση αναπνοής να περπατάει τον αέρα…

Λίγο πριν ξεκινήσει η παράταση ο Λουκάς Μπάρλος ακούστηκε να φωνάζει με τη βραχνή φωνή του από τα μεγάφωνα του γηπέδου το επικό: «Η πρόκριση δεν έχει κριθεί ακόμη, όλοι μαζί Ε,Ε, Ένωση…»

Το αποτέλεσμα δεν άλλαξε και η ήρθε η διαδικασία των πέναλτι που εκτελέστηκαν από την άλλη πλευρά του γηπέδου, όπου αργότερα έγινε η σκεπαστή κερκίδα. Ο Μίμης Παπαϊωάννου, με κατεβασμένες κάλτσες έκανε νόημα στο τεχνικό επιτελείο (Φάντροκ και Σταματιάδης) ότι δεν ήθελε να εκτελέσει. Τελικά το εκτέλεσε και το έβαλε. Και σε συνδυασμό με τις αποκρούσεις του Νίκου Χρηστίδη, η ΑΕΚ πήρε την ιστορική πρόκριση στα ημιτελικά.

Δυό χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 1979 είχα την τύχη να δω και το αποχαιρετιστήριο μάτς του Μίμη Παπαϊωάννου. Σε ένα φιλικό, τιμητικό παιχνίδι της ΑΕΚ μαζί με επίλεκτους ( ανάμεσά τους και ο Βασίλης Χατζηπαναγής) εναντίον του ΠΑΟΚ. Με το γνώριμο 10άρι στη φανέλα του ο Παπαϊωάννου εκτέλεσε ένα πέναλτι, αλλά το έχασε… Για την ακρίβεια το έπιασε ο Φορτούλα.

Ο κορυφαίος του 20ου Αιώνα

Ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα , σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1942 στη Νέα Νικομήδεια Ημαθίας. Από μικρός έπαιζε μπάλα, μαθαίνοντας παράλληλα την τέχνη του κουρέα. Στην ΑΕΚ ήρθε το 1962 με μεταγραφή από την ομάδα της Βέροιας.

Ξεχώρισε αμέσως για τις περίτεχνες ενέργειές και το 1965 ήρθε η πρόταση αγοράς από τη μεγάλη Ρεάλ Μαδρίτης. Οι Ισπανοί έδιναν 4 εκατ δραχμές στην ΑΕΚ και 750 χιλιάδες στον ίδιο. Ποσά τεράστια για την εποχή, αλλά η διοίκηση της ομάδας του Δικεφάλου είπε όχι, φοβούμενη τις αντιδράσεις των οπαδών της.

Ξεκρέμαστος τότε ο Μίμης και σε κόντρα με την ομάδα, δέχθηκε την πρόταση του φίλου του και ένθερμου Αεκτζή Στέλιου Καζαντζίδη. «Αφού δεν σε θέλουν έλα μαζί μας στη Γερμανία». Στα 23του ο Παπαϊωάννου τους ακολούθησε στο τουρνέ των συναυλιών , μαζί τη Μαρινέλα και τον Χρήστο Νικολόπουλο. Το είχε και με το τραγούδι και έμεινε μαζί με το σχήμα για μια σεζόν. Ερμηνεύοντας μάλιστα σε πρώτη εκτέλεση και 5-6. Ανάμεσά τους και το σαν «πουλί κυνηγημένο» που έλεγε «τη φωλιά μου όπου χτίζω πέφτει κεραυνός, τη χαρά μόλις αγγίζω γίνεται καπνός..»

Με νέα παρέμβαση και νουθεσίες Καζαντζίδη το χάσμα με την ΑΕΚ γεφυρώθηκε και ο Μίμης επέστρεψε στον φυσικό του χώρο, μαζί με ένα μπόνους 500 χιλιάδων δραχμών. Το οποίο με τα όσα έκανε επί σειρά ετών μέσα στα γήπεδα, το ανταπέδωσε στο πολλαπλάσιο.

Κλείνοντας την καριέρα του στην ΑΕΚ, πήγε αρχικά για λίγο στην Αμερική για να παίξει με τον «Παγκρήτιο» της Νέας Υόρκης, αλλά τελικά έμεινε εκεί επτά χρόνια έως ότου κρεμάσει οριστικά τα παπούτσια του.

Προπονητής δεν έγινε, γιατί όπως έχει πεί δεν μπορούσε να μεταδώσει στους άλλους παίκτες τα όσα εκείνος έκανε «μαγικά» στο γήπεδο. Προφανώς πηγαία και αυτοσχεδιαστικά κάθε φορά, με ένα ξεχωριστικό χάρισμα, που είναι ανέφικτο να αποτελέσει διδαχή.  Μόνο γίνεται και εκεί τελειώνει. Καλούπι αναπαραγωγής ποδοσφαιρικού ταλέντου δεν υπάρχει.

Ο Μίμης Παπαϊωάννου ξεχώριζε για την ικανότητά τους ως ντριπλέρ τον Τζορτζ Μπέστ και τον Βραζιλιάνο Γκαρίντσα. Ο αμυντικός που έλεγε ότι τον είχε δυσκολέψει περισσότερο ήταν ο Γερμανός Μπέρτι Φόγκτς. Επί ελληνικού εδάφους θεωρούσε σπουδαίους τους Λουκανίδη, Νεστορίδη, Δομάζο, Σιδέρη, Κούδα και Χατζηπαναγή.

Έχει πει ακόμη ότι «ο ποδοσφαιριστής πρέπει να μιλάει με το παιχνίδι του, να μην λέει άλλα λόγια. Σαν το ζωγράφο, που χωρίς να λέει κάτι πιάνει το πινέλο του, ζωγραφίζει και εσύ το βλέπεις».

Ένας τέτοιος καλλιτέχνης του ποδοσφαίρου ήταν κι αυτός ο Μίμης ο κοντός ο μέγας…