Την ακύρωση χρηματικών προστίμων και πειθαρχικών ποινών που τους επιβλήθηκαν για μη σύννομες ενέργειες προς δανειολήπτες, ζητούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας μεγάλη εισπρακτική-δικηγορική εταιρεία και η διευθύντρια των νομικών υπηρεσιών της.

Η εταιρεία, σύμφωνα με τις σε βάρος της πειθαρχικές αποφάσεις, λειτουργούσε με «εισπρακτική διαδικασία, που δεν υπάγεται στο έργο του δικηγόρου».

Το πρωί, στην επταμελή σύνθεση του Γ΄  Τμήματος του ΣτΕ  συζητήθηκαν  με δήλωση οι αιτήσεις της εταιρείας και της δικηγόρου, με τις οποίες στρέφονται κατά του υπουργού Δικαιοσύνης και  του ΔΣΑ και ζητούν να ακυρωθούν όλες οι πειθαρχικές αποφάσεις.

Το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό του ΔΣΕ  τους είχε επιβάλει την ποινή της προσωρινής παύσης δυο ετών, ενώ το δευτεροβάθμιο μείωσε τις ποινές σε 1 έτος και σε 6 μήνες, αντίστοιχα.

Οι ποινές επιβλήθηκαν μετά από καταγγελία δανειολήπτριας, η οποία υποστήριζε ότι υπάλληλοι του γραφείου επανειλημμένα της τηλεφωνούσαν, ακόμα και στην εργασία της, παραβιάζοντας την ιδιωτική και οικογενειακή της ζωή και προκαλώντας της προβλήματα στο χώρο της δουλειά της. Η καταγγέλλουσα υποστήριζε ότι οι υπάλληλοι της έλεγαν ψευδώς ότι είναι δικηγόροι.

Στη δευτεροβάθμια πειθαρχική απόφαση αναφέρεται ότι οι επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις προς δανειολήπτρια «υπερβαίνουν τα όρια της απόπειρας εξώδικης επίλυσης διαφοράς» σύμφωνα με την οποία ο δικηγόρος «περιορίζεται στο να ανακοινώνει ότι του ανατέθηκε η άσκηση των νομίμων ενεργειών και να τον καλέσει να τακτοποιήσει, αν θέλει εξώδικα την υπόθεση».

Η εν λόγω συμπεριφορά, συνεχίζει η πειθαρχική απόφαση, προσήκει  «περισσότερο με ενασχόληση με εισπρακτική διαδικασία που δεν υπάγεται στο έργο του δικηγόρου», λαμβάνοντας υπόψη ότι τα επίμαχα πρόσωπα διενεργούσαν «μόνο τηλεφωνικές οχλήσεις και δεν απέστειλαν έγγραφη όχληση, ούτε προέβησαν σε δικαστικές ενέργειες».

Επιπλέον, προσθέτει η πειθαρχική απόφαση, ότι η οργανωτική δομή της εταιρείας «προσήκει περισσότερο  σε έργα με τα οποία ασχολούνται οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών και πάντως δεν εντάσσεται στα έργα του δικηγόρου κατά τον Κώδικα Δικηγόρων και Κώδικα Δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος και δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα».

Στο ΣτΕ, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι οι πειθαρχικές αποφάσεις «είναι παντελώς αναιτιολόγητες και αόριστες, καθώς ανήγαγαν απλές απόπειρες επικοινωνίας «των βοηθών -υπαλλήλων» της εταιρείας με την οφειλέτη σε βαρύτατο, αλλά πλήρως απροσδιόριστο παράπτωμα».

Το ΣτΕ επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.